Μιλούσε ακατάπαυστα, τόσο που στην αρχή την παρεξηγείς, έπειτα αμφιβάλλεις, κλείνεις πρώτα τα αυτιά, μετά σφαλείς τα μάτια, δεν θέλεις να ακούσεις, ούτε να νιώσεις περισσότερα.
Η κρίση τη διέλυσε και σχεδόν από την αρχή της, από το 2011, ζει μέσα σε απόλυτη ένδεια, έχει φορτωθεί και έναν άτιμο καρκίνο που σιγοτρώει το μεδούλι απ” το κορμί της.
Μοιάζει με όλους εκείνους που συναπαντάμε στους δρόμους, εμείς οι περαστικοί, ενώ εκείνοι κατέληξαν να στήσουν το γιατάκι τους κάτω από μια γέφυρα ή στη άκρη ενός πεζοδρομίου. Όλους αυτούς που μάθαμε να τους βλέπουμε και να μη τρομάζουμε, να μην τους πολυ-λογαριάζουμε, και να γυρνάμε το βλέμμα στην άλλη κατεύθυνση.
Η άγνωστη γυναίκα δεν έχασε την περηφάνεια και την... αξιοπρέπειά της, αντίθετα αναγνωρίζει την αδυναμία, βλέπει το σύρσιμο μας.
Οι περισσότεροι μοιάζουμε με τα αντικείμενα, εκείνα τα άψυχα πράματα στην αρχή γινήκαν δεδομένος και αναγκαίος πόθος και έπειτα, πόσο ιδιότροπα παράξενο, έγιναν χώρος, και αφού ρουφήξαν το χρόνο μας μπήκαν στη σειρά και έφτιαξαν μια αόρατη λαιμαριά, με μια τόση δα κοντούλα αλυσίδα. Ένα κολλάρο που φοράμε με καμάρι και κάθε τόσο θέλουμε να του προσθέσουμε κι από ένα στολιδάκι.
Όσο διαρκεί η κουβέντα η γυναίκα ανοίγεται περισσότερο, έρωτες, σπουδές, φαμίλια, παιδιά. Πολλά χαμόγελα και άλλα τόσα κλάματα.
Κι έπειτα κάτι σα να κλείνει το διακόπτη, τα πάνω-κάτω, τότε ξεκινά ένας μύθος σαν του Σίσσυφου, ένας ατέλειωτος γολγοθάς, που την αναγκάζει να επαναπροσδιορίσει προσωπικές θέσεις και αξίες.
Και τότε βλέπει, ξεχωρίζει τον φόβο, μάλλον τρόμο, στα μάτια των γειτόνων, αναγνωρίζει την αλληλεγύη που δεν είναι αόριστα λόγια, έχει πρόσωπο, ταυτότητα και κρύβεται στις πιο μικρές καθημερινές χειρονομίες μας. Κυρίως διαβάζει το ψέμα της κοινωνίας, το βόλεμα, τη κακομοιριά, τον απέραντο σα θάλασσα φθόνο.
Όλα τα ξεπερνά, συνεχίζει να σέρνει ένα κουτσό καρότσι, να περπατά δίπλα μας, να στέκεται και να μαζεύει αυτά που εμείς ονομάζουμε άχρηστα σκουπίδια. Οι λέξεις για κείνη έχουν τώρα πια άλλα νοήματα.
Βιάζεται να φύγει, αν δεν προλάβει το συσσίτιο θα νηστέψει ακόμη μια μέρα, μήπως το καλύτερο φάρμακο για τις αρρώστιες, για τον καρκίνο της είναι η νηστεία; αναρωτιέται, «τελικά εγώ θα πεθάνω από καρκίνο;» και γελάει. Το χιούμορ δεν μπορεί, στα σίγουρα είναι Θεός!
Είναι μια καρφωμένη λεβεντιά, που αναγνωρίζεις ίσα πάνω στα μάτια της, μια αλήθεια που μαρτυρά το θαύμα. Όχι της Μεγάλης Βδομάδας, αυτό εδώ είναι το θαύμα της ζωής, η μαγεία της ύπαρξης που βρίσκει θάρρος, όντας βαθιά μέσα στο πηγάδι να εμπνέεται και να τραγουδά ομορφότερα από όλους εκείνους που κολυμπούν στις στιφές αγωνίες του μέλλοντος.
γράφει ο Μανόλης Δημελλάς
από το aixmi
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου