Αυτό που θα μείνει στο τέλος είναι η πίκρα γιατί δεν είπαμε: “Σκάστε, ρε”. Θα μείνει μισοτελειωμένη η πρόταση που χρόνια το κεφάλι μας φτιάχνει και χωράει όλα αυτά που καταπίναμε και καταπίνουμε λεπτό το λεπτό, μέρα με την μέρα: “ΤΙ ΛΕΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ!”. Θα αποχωρήσουμε από το σανίδι της θεατρικής παράστασης “Η Ελλάδα που φεύγει” και δεν θα έχουμε δώσει το απόλυτο του ρόλου μας κλείνοντας το έργο με μία γροθιά στα μούτρα αυτών που φτύνουν σε τάφους, που απειλούν τις ζωές μας, που νομίζουν ότι το ύψος της θέσης τους είναι ψηλότερο από το βάθος της υπομονής μας.
Δώσαμε τόπο στην οργή σε εποχές που... οι λέξεις που έβγαιναν από το στόμα των πολιτικάντηδων είναι ίδιες με αυτές που ξεστομίζουν τώρα. “Ένα κωλόπανο” κατά τον Πάγκαλο που δεν το πήρε ο αέρας η ελληνική σημαία την νύχτα των Ιμίων κι εμείς απλά σιωπήσαμε. Ένα “ευχαριστούμε την Αμερική” του Σημίτη και εμείς απλά φάγαμε δύο μπουκιές απανωτές για να πνίξουμε το “άει σιχτίρ” που έβγαινε αυθόρμητα από τα σωθικά μας. Ακούσαμε από το στόμα της Μπενάκη ότι, “Τα εθνικά μας σύνορα, ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας θα περιορισθούν χάρις της ειρήνης, της ευημερίας και της ασφάλειας στη διευρυμένη Ευρώπη, τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη θα υποστούν μεταβολές, καθώς θα μπορούν να προστατεύονται, αλλά και να παραβιάζονται από αρχές και εξουσίας πέραν των γνωστών και καθιερωμένων....”. Περιμέναμε την αντίδραση του προέδρου της Δημοκρατίας και δεν απαντήσαμε ποτέ. Η κουβέντα της κυράτσας πλανήθηκε 5 ολόκληρα χρόνια και ήρθε να γίνει πράξη χωρίς ένα “Τι είπες, μωρή;!” από την πλευρά μας. Αντιθέτως ήμαστε έτοιμοι τότε να ορίσουμε πρώτο στις επόμενες σφυγμομετρήσεις ως δημοφιλέστερο το μουγκό που παραλάμβανε την προεδρία της Δημοκρατίας.
Συνεχίσαμε όμως να σωπαίνουμε ακόμα και όταν άρχισαν οι Έλληνες να βάζουν τέλος στην ζωή τους από τις “παραβιάσεις των δικαιωμάτων από αρχές και εξουσίες”. Αντί για ένα “τι κάνετε, ρε ξεφτίλες”, καθόμασταν ήσυχα και μετρούσαμε τους νεκρούς ακούγοντας τον Ρέππα να τους χαρακτηρίζει “παράπλευρες απώλειες”. Εκτονώσαμε με ακίνδυνα σχόλια μέσω διαδικτύου τις δηλώσεις του ανέραστου Ψαριανού ότι οι “Έλληνες αυτοκτονούν από έρωτα”. Μέχρι εκεί φθάνουν τα παντελόνια μας: Πάνω από το γόνατο.
Μέχρι και όταν ο Δημήτρης Χριστούλας έδωσε το σύνθημα αυτοκτονώντας μπροστά στην Βουλή να φωνάξουμε, εμείς σαν θλιμμένες χήρες φορέσαμε τις πλερέζες και πηγαίναμε νοητά το φέρετρο χωρίς να καν να φτύσουμε τον δολοφόνο. Αλήθεια, θυμάται κανείς τον Δημήτρη Χριστούλα από όλους εκείνους που άναβαν κεριά στη μνήμη του καλύπτοντας έτσι την επικίνδυνη αμνησία τους;
Είμαστε τόσο επικίνδυνα ήσυχοι που ακόμη και όταν το τίποτα Τζήμερος ειρωνεύονταν τον θάνατο των φοιτητών στην Λάρισα από αναθυμιάσεις δεν απαντήσαμε αντίθετα του επιτρέπουμε να τσεπώνει τις επιδοτήσεις του Κράτους για την εκλογική του επιτυχία. Ούτε ένα “άντε πλύσου” δεν είπαμε δια ζώσης στην κουλτουριάρα συγγραφέα Διβάνη όταν ο θάνατος ενός 19χρονου για εισιτήριο του ενός (1) ευρώ σχολιάστηκε από την ίδια ως “αποτέλεσμα τσαμπατζήδων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς”.
Και τι δεν έχουμε ζήσει και τι δεν έχουμε ακούσει από τον καιρό των παχιών αγελάδων μέχρι τον καιρό των ισχνών αγελάδων που από περιούσιος λαός γίναμε “λαός διεφθαρμένων” κατά τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου.
Δεν είμαστε διεφθαρμένοι, είμαστε λίγοι. Πολύ λίγοι για να σηκώσουμε το “κωλόπανο του Πάγκαλου” στις πλάτες μας, πολύ λίγοι για να μην χρωστάμε “ευχαριστώ” σε κανέναν. Τόσο λίγοι για να μην φράξουμε τα σύνορα της εθνικής μας κυριαρχίας και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τόσο ελάχιστοι που η παρατεταμένη σιωπή μας είναι το χώμα που σκεπάζει τους τάφους των “παράπλευρων απωλειών”. Τόσο επικίνδυνα μηδαμινοί που δεν κάναμε τους ανέραστους να αυτοκτονήσουν από το δικό μας έρωτα για την πατρίδα. Τόσο λιλιπούτειοι που δεν κάναμε τα κεριά οργισμένους θρήνους να διαπεράσουν σαν σφαίρες τα κεφάλια των ηθικών αυτουργών. Τόσο ολίγιστοι που δεν λυγίσαμε τον λάρυγγα αυτών που ειρωνεύονται εκ του ασφαλούς τον θάνατο αμούστακων παιδιών. Τόσο νάνοι που καθόμαστε κλαρίνο μπροστά στην κάθε κουλτουριάρα άεργη που παίζει με τις λέξεις και νομίζει ότι η αξία μιας ανθρώπινης ζωής δε ξεπερνά την τιμή ενός εισιτηρίου του τρόλεϊ.
Είναι μικρό το δικαστήριο του μυαλού μας για να χωρέσει στο εδώλιο το μπόι της σιωπής μας.
γράφει ο Γιάννης Λαζάρου
από το Στον τοίχο
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου