Τουλάχιστον 10.000 μερίδες διανέμει καθημερινά η Αρχιεπισκοπή και άλλες 3.500 διαθέτει ο Δήμος Αθηναίων στο Ίδρυμα Αστέγων, στο οποίο γίνονται καθημερινά τρία συσσίτια. Πρώην επιχειρηματίες, μισθωτοί που απολύθηκαν από τη δουλειά τους, άνθρωποι που λίγους μήνες πριν δεν τους είχε απασχολήσει ποτέ η επιβίωση, σήμερα συνωστίζονται για ένα πιάτο φαγητό στις ουρές των συσσιτίων.
Το προφίλ των ανθρώπων που... αναζητούν φαγητό στα συσσίτια τους τελευταίους μήνες, έχει αλλάξει σχεδόν ριζικά, με την είσοδο ανέργων, χαμηλοσυνταξιούχων, μονογονεϊκών οικογενειών, ανθρώπων που έχασαν την επιχείρηση, το σπίτι τους ή ανθρώπων με πενιχρό μισθό που δεν επαρκεί για να συντηρήσουν στοιχειωδώς τα εξαρτημένα μέλη της οικογένειάς τους.
Τα στοιχεία είναι αποκαρδιωτικά, καθώς ο κατάλογος των ανθρώπων που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες διαρκώς αυξάνεται. Η κρίση δεν αφορά μόνο την Αθήνα, καθώς στην υπόλοιπη Ελλάδα στα ημερήσια συσσίτια δήμων και εκκλησιών διανέμονται 250.000 μερίδες φαγητού. Στην Αθήνα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που προκύπτουν από έρευνα που έγινε για λογαριασμό της ΜΚΟ «Αποστολή της Εκκλησίας της Ελλάδας», η συμμετοχή στα συσσίτια αυξήθηκε τους τελευταίους μήνες κατά 40%, με τους Έλληνες να είναι συντριπτικά περισσότεροι από τους μετανάστες.
Καθημερινά μοιράζονται 10.000 μερίδες φαγητού σε 5.000 ανθρώπους, από τους οποίους 2.414 είναι άνδρες, 2.312 γυναίκες και 274 παιδιά.
Το 60% είναι Έλληνες και ακολουθούν μετανάστες από αφρικανικές χώρες (16,6%), χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης (13,8%) και ασιατικές χώρες (9,6%). Οι μισοί είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 50 ετών (2.548 άτομα), ενώ αμέσως μετά είναι τα άτομα ηλικίας από 31 έως 50 ετών (1.574 άτομα). Οι διαρκώς αυξανόμενες ανάγκες δημιούργησαν και άλλες δράσεις που περιλαμβάνουν αποστολή δεμάτων φαγητού που προορίζονται για ελληνικές οικογένειες που ζουν στα όρια της φτώχειας.
Δράση «Μπορούμε»
Εκτός από τους δήμους και την Εκκλησία, σημαντική είναι η συνεισφορά εθελοντών, όπως για παράδειγμα της δράσης «Μπορούμε», στην οποία συμμετέχουν εταιρείες εστίασης που προσφέρουν τα φαγητά που περισσεύουν.
Μέσα από την ιστοσελίδα boroume εταιρείες που θέλουν να προσφέρουν, συμπληρώνουν σχετική αίτηση, ενώ έχουν τη δυνατότητα να συλλέξουν πληροφορίες για τα πλησιέστερα στην περιοχή τους συσσίτια. Την αρχή έκαναν ένα εστιατόριο στο Κολωνάκι, ακολούθησαν φούρνοι και αλυσίδες τροφίμων που διαθέτουν το φαγητό τους σε ανθρώπους που το έχουν πραγματικά ανάγκη. Στην πρωτοβουλία του «Μπορούμε» συμμετέχουν μέχρι τώρα μικρά αναψυκτήρια, φούρνοι και εστιατόρια στο κέντρο της Αθήνας, στο Νέο Φάληρο, στους Αγίους Αναργύρους και στη Φιλοθέη, ενώ ήδη βοηθάνε στη σίτιση περίπου 27.000 ανθρώπους την εβδομάδα.
Στα 14 έφτασε ο αριθμός των τραπεζιών αγάπης, που στήνει κάθε μεσημέρι η μητρόπολη Θεσσαλονίκης σε ισάριθμες ενορίες
Και αποστολές φαγητών στα σπίτια απόρων
Καθημερινά καταγράφονται νέες περιπτώσεις ατόμων που καταφεύγουν στα συσσίτια. Οι δήμοι, ο ένας μετά τον άλλον, αρχίζουν να οργανώνουν συσσίτια, ακόμη και εκείνοι των βορείων προαστίων. Δήμοι σε πολλές περιοχές της χώρας, όπως για παράδειγμα Αθήνα, Κηφισιά, Ηλιούπολη, Λάρισα, Πάτρα κ.ά. οργανώνουν δράσεις, με τη μορφή συσσιτίων, διάθεσης τροφίμων από τις τράπεζες τροφίμων και άλλων ειδών που διαθέτουν σε ημερήσια βάση ή σε τακτές ημερομηνίες αποστολής φαγητού στο σπίτι σε ανήμπορα μοναχικά άτομα.
«Κάποτε από τα μαγαζιά μου περνούσε όλη η Αθήνα. Τα χρέη με έπνιξαν, πούλησα τα σπίτι μου και τώρα ζω από την Πρόνοια», λέει ο 74χρονος, πρώην επιχειρηματίας, Ν. Παπαδόπουλος στη ρεπόρτερ του «Έθνους» Α. Καρίμαλη
Στην Κηφισιά, σύμφωνα με τον δήμαρχο, Ν. Χιωτάκη, συνολικά 30 οικογένειες δεν μπορούν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, και η κοινωνική υπηρεσία του δήμου τούς στέλνει καθημερινά το φαγητό στο σπίτι.
Ν. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, 74 ΕΤΩΝ... «Έφτασα στο τελευταίο στάδιο της εξαθλίωσης»
«Αν μου έλεγαν πριν πέντε χρόνια ότι θα είχα φτάσει στο σημείο να μην έχω να πληρώσω ούτε το φαγητό μου, θα γελούσα. Σήμερα βρίσκομαι στο τελευταίο στάδιο της εξαθλίωσης. Δεν θέλω να ξέρουν οι γνωστοί μου ότι ζω από τα συσσίτια του δήμου». Τα λόγια του κ. Νίκου Παπαδόπουλου συγκλονίζουν ακόμα περισσότερο όταν διηγείται τη ζωή του: «Είχα δύο καταστήματα με λευκά είδη από τα μεγαλύτερα, στο κέντρο της Αθήνας. Με ήξερε όλη η πόλη. Το πρώτο μαγαζί έκλεισε όταν άνοιξαν τα κινέζικα. Μετά χώρισα από τη γυναίκα μου και έχασα και το δεύτερο κατάστημα, γιατί ήταν στο όνομά της. Είχα χρέη και αναγκάστηκα να πουλήσω το σπίτι μου, το οποίο ήταν σε καλή περιοχή του κέντρου και έμεινα στον δρόμο. Σήμερα ζω σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα και έρχομαι στο συσσίτιο του δήμου και τρώω. Αν δεν υπήρχε κι αυτό, δεν θα τα έβγαζα πέρα. Κι ας τρώμε καθημερινά νερόβραστα μακαρόνια». Ν. Παπαδόπουλος 74 χρονών. Η πενιχρή σύνταξη δεν αρκεί ούτε για τα φάρμακά του και, όπως μας λέει, αυτό που τον πληγώνει περισσότερο είναι να βλέπει νέους ανθρώπους να ζητούν επιπλέον μερίδες για τα παιδιά τους, στο σπίτι. «Δεν φτάνει το φαγητό να καλύψει τους πεινασμένους της Αθήνας, που δυστυχώς αυξάνονται».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΕΦΑΝΗΣ, ΠΡΩΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ... «Έχω πια συμβιβαστεί με το δράμα που ζω»
Πριν από λίγα χρόνια η ζωή του κυλούσε σε διαφορετικούς ρυθμούς. Ιδιοκτήτης δύο μεγάλων καταστημάτων, αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, οικογενειάρχης με τρία παιδιά, μεγάλο σπίτι σε καλή περιοχή της Αθήνας, αυτοκίνητο, εξοχικό. Κάποιοι λάθος χειρισμοί, σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο, έφεραν τον κ. Γιώργο Μπεφάνη, 50 ετών, στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Οι προσπάθειες για να «ορθοποδήσει» συνέπεσαν με την οικονομική κρίση και δεν του άφησαν περιθώρια για δεύτερη ευκαιρία στη ζωή του. Και κάπως έτσι έχασε τα πάντα. Οικογένεια, φίλους, συνεργάτες.
Σήμερα ζει σε ξενώνα αστέγων και τον τελευταίο χρόνο τρώει καθημερινά στο συσσίτιο του Δήμου Αθηναίων.
Τον συναντήσαμε έξω από το προαύλιο, να περιμένει υπομονετικά τη σειρά του. Δεν δίστασε να μιλήσει, να φωτογραφηθεί και να μας πει το όνομά του. «Δεν ντρέπομαι. Εχω πια συμβιβαστεί με το δράμα που ζω καθημερινά. Με πληγώνει όμως που δεν έχω δεύτερη ευκαιρία στη ζωή μου», τονίζει και προσθέτει: «Οι τσέπες μου είναι άδειες. Και να φανταστείτε ότι πριν από λίγα χρόνια δεν ήξερα τι να κάνω τα λεφτά. Τώρα έρχομαι στο συσσίτιο και τρώω νερόβραστα μακαρόνια ίσα ίσα για να ζω. Χτύπησα πολλές πόρτες για δουλειά. Δεν με δέχθηκε κανείς. Πήγα ακόμα και σε παλιούς μου
υπαλλήλους που έχουν δικά τους αρτοποιεία. Δυστυχώς είχα την ίδια τύχη. Δεν υπήρχε θέση για το πρώην αφεντικό τους. Και δεν τους αδικώ. Η οικονομική κρίση έχει τσακίσει τους περισσότερους. Όλοι απολύουν κανείς δεν προσλαμβάνει».
γράφει η Αφροδίτη Καριμάνη
από την εφημερίδα ΕΘΝΟΣ
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου