Πάλι θα χάσουμε. Το προαίσθημα της ήττας είναι το πρώτο που έρχεται πριν η ίδια η ήττα μπει θριαμβεύτρια στην αλωμένη πόλη. Δεν έχει σημασία που δεν κουβαλήσαμε όπλο και δεν ακούσαμε ήχο σφαίρας να περνάει δίπλα από το κεφάλι μας, εμείς πολεμήσαμε.
Δεν έχει καμία σημασία που δεν θα γραφούν ένδοξες ιστορίες για μας τους Έλληνες της πρώτης και δεύτερης 10ετίας του 21ου αιώνα.
Δεν έχει σημασία που δεν έχουμε εμφανή ίχνη καταπόνησης στο... κορμί μας, ούτε που δεν τραγουδούμε θούριους όλοι μαζί πριν την κάθε μάχη, εμείς πολεμήσαμε.
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα μας προσπεράσει γράφοντας απλά σε μια παράγραφο τα ποσοστά ανεργίας της χρονικής περιόδου, τα νούμερα του πληθωρισμού και ίσως τους αριθμούς των τυχαίων θυμάτων. Θα μας περάσει στα γρήγορα για να πάει παρακάτω, αλλά εμείς πολεμήσαμε.
Είμαστε οι στρατιώτες που δεν φορέσαμε χακί αλλά διανύουμε ήδη τον 5ο χρόνο στο πεδίο της μάχης αντιστεκόμενοι απέναντι σε δύο εχθρικά στρατόπεδα που μάς κήρυξαν τον πόλεμο στα καλά καθούμενα. Δύο στρατόπεδα επανδρωμένα από ντόπιους και ξένους πολιτικούς εγκληματίες με ορδές υποστηρικτών να κάνουν εφόδους από το πρωί μέχρι το βράδυ, τόσο στην χώρα όσο και μέσα στα σπίτια μας. Δεν είχαμε την τύχη να μας στηρίζει ούτε ηθικά μία άλλη χώρα σε τούτο τον πόλεμο. Μόνοι μας πολεμάμε.
Όλοι μάς χλευάζουν ότι είμαστε ένας λαός του καναπέ, που δεν θέλει να πάρει στα χέρια του την μοίρα της πατρίδας του. Μάς κουνάνε το δάκτυλο που δεν κάναμε ένοπλο αγώνα ενάντια στον εχθρό, που δεν μπουκάραμε στο κοινοβούλιο, που δεν βάλαμε βόμβες και δεν πήραμε κεφάλια. Οι αναλυτές του καναπέ προκαλούν χωρίς να πουν όμως ποιος είναι ο εχθρός. Έτσι στο χαμό να βγούμε με τα χασαπομάχαιρα στον δρόμο απλά για να κάνουν αυτοί χάζι στην αρένα των τηλεοράσεων. Τον εχθρό μόνο εμείς τον ξέρουμε γιατί εμείς πολεμάμε.
Κάθε μέρα τρέχουμε ανάμεσα σε ναρκοπέδια και φυλάμε τα νώτα μας όταν βρίσκουμε τρύπα να ξεκουραστούμε μη και μας πιάσουν στον ύπνο οι φύλακες της Δημοκρατίας τους και μας μπουζουριάσουν νωρίτερα από ό,τι θα περιμέναμε για χρέη που μάς φόρτωσαν καταδικάζοντάς μας για εσχάτη προδοσία. Κάθε μέρα μειώνουμε τα γραμμάρια ανθρώπινης χαράς για να βγει ο λογαριασμός στα φάρμακα ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που όταν είναι να διανύσουμε μεγάλη απόσταση για ένα μεροκάματο -έξι μέσα στο αμάξι- το μάτι μας δεν είναι στον δρόμο αλλά στον δείκτη της βενζίνης που ανάβει λαμπάκι και δεν βγαίνει ο γαμημένος ανήφορος 20 χιλιομέτρων με τα πόδια στις 5 το πρωί με παγωνιά. Είναι ο τρίτος χειμώνας που κάνουμε μπάνιο με παγωμένο νερό ενώ νομίζουμε ότι κοροϊδεύουμε τα παιδιά μας λέγοντας ότι τα δώρα δεν έχουν αξία, παρά μόνο η αγκαλιά. Τα δικά μας παιδιά μόνο αγκαλιά παίρνουν εδώ και 4 χρόνια, ενώ εμείς την ίδια στιγμή τραβάμε τα μάτια μας από ντροπή και τα κολλάμε στο πάτωμα.
Πριν μας κατηγορήσουν οι άνετοι της ζωής ότι όπλο δεν πήραμε ας έρθουν μία φορά στις πολλοστές που έχουμε ζήσει όταν οι γέροι γονείς ανοίγουν το πορτοφόλι να τσοντάρουν από την πετσοκομμένη σύνταξή τους για το απλήρωτο ρεύμα και το νερό. Είναι από τις πολλές στιγμές που λες ότι ο πόλεμος της αναξιοπρέπειας είναι ο πιο σκληρός από όλους. Σε αυτόν πολεμάμε.
Ό,τι κι αν κάνουμε κάθε μέρα προσέχουμε να μην χτυπήσουμε, να μη πονέσει το δόντι μας, μην πάθουμε κολικό, μην σπάσουμε χέρι γιατί ξέρουμε ότι για μας νοσοκομείο δεν έχει. Η ιδέα ότι μπορεί μία βαριά ασθένεια να σου χτυπήσει την πόρτα είναι αυτή που σου σπάει τον τσαμπουκά και όταν σου καρφωθεί στο κεφάλι είναι σαν να έχεις φάει σφαίρα από ακροβολισμένο καθίκι που σε έχει βάλει στο στόχαστρο. Σε τέτοιον πόλεμο πολεμάμε.
Ανάμεσα σε όλα αυτά, τα καθημερινά που ξεσκίζουν την καρδιά περισσότερο από ό,τι θα πετσόκοβε το κορμί μας μια νάρκη, είναι που κάθε βράδυ πριν κλείσουμε κατ' ανάγκη τα μάτια μας έρχεται και σε χαστουκίζει η ευθύνη για την πατρίδα. Ρίχνεις την κουβέρτα σαν αδιάβροχο πάνω στους ώμους και γυροφέρνεις στο παγωμένο σπίτι, σαν στρατιώτης σε παγωμένο βουνό καταδικάζοντας τον εαυτό σου που σήμερα εσύ έζησες αλλά χάθηκε ένα κομμάτι ακόμα Ελλάδας. Αυτός είναι ο δικός μας πόλεμος.
Έχουμε αρχίσει να μαθαίνουμε να αποχαιρετάμε αδελφούς και φίλους που σαν να είναι ακρωτηριασμένοι στρατιώτες αφήνουν το πεδίο της μάχης Ελλάδα να βρουν μεροκάματο στην άκρη της γης. Αυτοί είναι οι πιο άτυχοι από όλους μας διότι ξέρουν ότι δεν θα δουν το τέλος αλλά δεν θα ξαναδούν την Ελλάδα όπως την γνώριζαν. Η Ελλάδα θα πεθάνει μαζί με μας τους τελευταίους που ξέρουμε ότι δεν θα αντέξουμε να κρατάμε ακόμα για πολύ.
Η ήττα μας είναι σίγουρη. Το βλέπουμε στα πρόσωπα των θριαμβευτών πολιτικών άκαπνων σωτήρων, πληρωμένων προδοτών και αθάνατων γειτόνων που αλαλάζουν με την ψήφο στο χέρι σαν τις πουτάνες της Κατοχής του '40 την ώρα που έφθαναν οι αξιωματικοί των Ες Ες με σοκολάτες και ψωμί για να το γλεντήσουν.
Εμείς οι Έλληνες, των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα -μικροί, ήσυχοι και αόρατοι- την ήττα μας πολεμήσαμε. Και είμασταν άριστοι στρατιώτες.
γράφει ένας απλός άνθρωπος
από το simple man
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου