Αντί να πάει για ψάρεμα ή ποδηλασία κάποιος, αμύνεται δημοσιοσχετιζόμενος.
Όλα τα παραπάνω, είναι για τεμπελχανεία που θέλουν να παραμυθιάζουν τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους, πως διαθέτουν ιδεολογία και σθένος για πάλη. Για ένα καλύτερο αύριο.
Αυτό το «καλύτερο αύριο» που δεν ήρθε ποτέ, μα ποτέ, τεκμηριώνει την ορθότητα του προλόγου που έκανα.
Κάθε πέρσι και καλύτερα, μονάχα αυτό ισχύει.
Το dna φταίει, το iq του καθένα φταίει και η... πλειονότητα των ανθρώπων με την ηλιθιότητα που διαθέτει φτιάχνει δεύτερο στρώμα του όζοντος πάνω στη γη; Απάντηση δεν έχει.
Αλλά ας τραβήξω τα όρια αυτής της ηλιθιότητας εντός ελληνικών συνόρων και ας μιλήσω για τη δική μας, αποκλειστικά.
Άνοιξε το καπάκι και βγήκε από μέσα η μπόχα, τα σκουλήκια, τα υγροποιημένα σκατά.
Και μας πήρε ο διάολος όλους.
Πού θα μας πάει κι αν βαρεθεί να μας πετάξει σε κάνα χαντάκι να σωθούμε, κανείς δεν ξέρει.
Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ό,τι και να κάνουμε από τώρα και για χρόνια, δεν έχουμε ζωή.
Άφραγκοι πού να πάμε, τι να δούμε, τι να ζήσουμε, από τι να εμπνευστούμε;
Μην ακούσω τις αηδίες «δεν είναι μόνο τα λεφτά που μπορούν να σου χαρίσουν δυο στιγμές χαράς». Όποιος πιστεύει πως ισχύει κάτι τέτοιο σ΄αυτό τον κόσμο που πατάμε, ας πάει να διασκεδάσει.
Ας πάει να διαδηλώσει στο Σύνταγμα, να πετάξει κάνα γιαούρτι και θα 'ρθει η χαρά που περιμένει.
Όταν γυρίσει σπίτι και τα βρει όλα κομμένα, θα του βγει ωραιότατα από τη μύτη η χαρά με το γιαούρτι που ‘ριξε, μαζί.
Ας ποτίσει τις γαρδένιες του να βρει εκεί λίγη χαρά άμα θέλει. Ας πηδηχτεί αν θέλει με το ταίρι του, να πάρει λίγη ακόμα. Να χτυπήσει την πλάτη του φίλου του με αγάπη, να νιώσουνε το μεγαλείο του ανθρώπου.
Και κομμένες να μην είναι οι παροχές του σπιτιού όμως, όλο και κάτι θα είναι κομμένο. Η εκδρομή το Σαββατοκύριακο, το ρουχαλάκι της βιτρίνας που αν το έβαζες θα έβρισκες διπλή χαρά που σ΄ομορφαίνει, οι διακοπές το καλοκαίρι, το δωράκι στο φίλο. Και ποτέ ξανά συνδεδεμένο.
Αλλά οι περισσότεροι είμαστε "κομμένοι" με πολλά κομμένα. Νιώθουμε πως αν μας βγάλουνε τα χέρια και τα πόδια, θα ξελαφρώσουμε λιγάκι. Γιατί άλλος τρόπος δεν υπάρχει να σου φύγει αυτό το βάρος.
Πότισε τη γαρδένια σου, χάιδεψε το σκύλο σου, ερωτεύσου δυνατά, παίξε με το παιδί σου, κάνε ό,τι θες, το βάρος δε σου φεύγει.
Το χρήμα είναι ελευθερία, η ελευθερία είναι χαρά. Να το πάω πιο πίσω;
Η δουλειά είναι χρήμα, το χρήμα είναι ελευθερία, η ελευθερία είναι χαρά.
Εμείς και με τα τρία, τέλος.
Όποιος ανακαλύψει τη χαρά στον ήχο που κάνει το ρυάκι στο ποτάμι, ας μου στείλει μια κούτα να με σώσει.
Οι υπόλοιποι, που έχουμε αντιληφθεί πως είμαστε τελειωμένοι, απ΄τα κόκαλα βγαλμένοι, πιστεύουμε μόνο στις κατάρες για αποσυμπίεση.
Κατάρες στα χιλιάδες λαμόγια που μας έφεραν πρώτο τραπέζι πίσα, χωρίς να φταίμε.
Γιατί δε φταίμε όλοι, με το παράπονο αυτό θα πάμε, όταν πάμε.
Εμείς που ήμασταν έξω από το βόθρο, λουλουδάκια, μυρμηγκάκια, προβατάκια, ησυχάκια.
Πώς μας πετάξαν ξαφνικά στην τιμωρία με τους άλλους; Γιατί στην κόλαση μαζί τους;
Γιατί οι διαδηλώσεις, οι πορείες, οι απεργίες, οι αντιπαραθέσεις, τα γιαούρτια, οι κάλπες, είναι τα χόμπι ενός ενεργού πολίτη.
Αντί να πάει για ψάρεμα ή ποδηλασία κάποιος, αμύνεται δημοσιοσχετιζόμενος.
Αυτή είναι η απάντηση.
Όλοι γνωρίζαμε τι γινόταν στο δημόσιο, στις τράπεζες, στα πολιτικά γραφεία, στη Βουλή, στις δουλειές, στο εμπόριο, στο σπίτι του αδελφού μας.
Και, ή βγάζαμε το σκασμό για χίλιους λόγους που τους ξέρουμε, ας πω τυχαία το «δε βαριέσαι» ή κάποιοι τρέχαμε σε διαδηλώσεις, σε γραφειοκόμματα, σε απεργίες, μπλόκα, καταλήψεις και κάθε τέσσερα χρονάκια μπρος τις κάλπες.
Βλέπεις, η συνείδηση με την ηλιθιότητα μπερδεύονται γλυκά στο στήθος των ακτιβιστών πάσης φύσης.
Αν βάλεις και την τεμπελιά, γιατί καλή η επανάσταση, αλλά σαν το γαμήσι τίποτα, έχουμε την απάντηση στο ερώτημα «Γιατί κι εμείς στην τιμωρία;».
Ψήφιζες; Ναι. Άρα έσπρωχνες τον εχθρό να κάτσει πάνω από το βόθρο να μη φαίνεται. Εάν δεν ήτανε εχθρός, δε θα μιλούσαμε για βόθρο.
Δεν ψήφιζες; Έκανες ακριβώς ό,τι κι αυτός που ψήφιζε.
Ήταν άλλη η αιτία κι κρυφός σου ο καημός που τιμωρείσαι τώρα όπως εγώ και το παιδί σου, ακριβώς σαν το λαμόγιο.
Ψώνιζες στις τιμές που ήθελαν μη σου λείψει η ζάχαρη ή η βενζίνη, πλήρωνες τους τόκους που ζητούσαν μη χάσεις το αμαξάκι, έγλειφες το δημόσιο υπάλληλο που τα 'ξυνε πίσω από το γκισέ μην και δεν κάνεις τη δουλειά σου, βούλωνες το στόμα σου να μη σε πούνε καταδότη, ανεχόσουν τα καπρίτσια κάθε κλάδου «ελαίας» των συνδικάτων μη και σε πουν φασίστα και για να μην τα πολυλογώ, συναλλασσόσουν κάθε λεπτό της ζωής σου με το σύστημα που έγινε βόθρος, το στήριξες με κάθε σου κύτταρο, κάθε ανάσα που έχεις βγάλει μέχρι τώρα.
Συναλλασσόσουν ενώ συναλλασσόμουν με τους συναλλασσόμενους.
Γι αυτό και η τιμωρία.
Αντίσταση δεν είναι η απεργία, δεν είναι η διαδήλωση, δεν είναι η γροθιά σου ή η ψήφος σου.
Αντίσταση είναι η στάση.
γράφει η τσαούσα
από το eyedol
1 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Μόνο η τσαούσα μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο.
Πρέπει να έχει ριζώσει το (μ)πα(τ)σοκ μέσα σου, να ζει ο Παγκαλος στο δυτικό εγκεφαλικό ημισφαίριο και το στο ανατολικό να δύει ο ήλιος ο πράσινος.
Τι να πεις... περαστικά
Δημοσίευση σχολίου