Κυριακή ξημέρωμα. Το λιμάνι θυμίζει Βαβέλ.
Γνώριμοι ήχοι και άγνωστες γλώσσες φτιάχνουν τη μουσική υπόκρουση του πρωινού. Τα πλοία αγκυροβολημένα περιμένουν τους ταξιδιώτες της τελευταίας στιγμής. Μυρωδιά από ζεστά κουλούρια και αναστεναγμοί χαράς. Μπροστά στην είσοδο του πλοίου ξεχνάς τη μίζερη καθημερινότητα. Από το ταξί κατεβαίνει ηλικιωμένη κυρία στην τρίχα ντυμένη, υποβασταζόμενη από 40χρονη αλλοδαπή βοηθό και κατευθύνονται στην είσοδο του πλοίου. Η ξανθιά συνοδός με ελαφρύ ντύσιμο βγάζει τα... εισιτήρια από την πλαστική τσάντα. Φαίνεται ξαφνιασμένη. Πρώτη φορά κάνει διακοπές. Πρώτη φορά μπαίνει σε πλοίο.
«Καλημέρα! Οι οδηγοί να κόψουν ταχύτητα. Ψυχραιμία! Όλοι θα φύγετε!». Ο αγουροξυπνημένος λιμενικός μοιράζει αληθινά χαμόγελα , προσπαθώντας να επιβάλλει την τάξη. Από των πολλών κυβικών τζιπ κατεβαίνει νιόπαντρο ζευγάρι, ανυπόμονο και ευτυχισμένο για τις πρώτες κοινές διακοπές. Εκείνη έχει το γνωστό χαζοχαρούμενο βλέμμα στριφογυρίζοντας τη βέρα στο δάχτυλο. Εκείνος τσεκάρει το κινητό, και μόλις πιάνει το βλέμμα της συμβίας του το ρίχνει επιδεικτικά στην τσέπη του. Δυο βδομάδες μακριά από τα εξαντλητικά ωράρια και τις πιέσεις. Το πρώτο καλοκαίρι διακοπές χωρίς τους κολλητούς του. Ίσως του λείψουν οι νύχτες κραιπάλης, οι πλάκες, η ανεμελιά , το να μη σε νοιάζει που και πως θα ξυπνήσεις το πρωί. «Τι σκέφτεσαι Μάκη;». «Τις πρώτες μας διακοπές, μωρό μου!».
Στους γύρω δρόμους πρωταγωνιστούν οι ήρωες που δεν έφυγαν διακοπές.
Οι περισσότεροι νυσταγμένοι, πιο λίγα τα ξενυχτισμένα πρόσωπα που ρίχνουν την κούραση στους ώμους και τρέχουν να προλάβουν το λεωφορείο της γραμμής.
Από το γωνιακό φαστφουντάδικο βγαίνει η 25χρονη υπάλληλος, και με βήμα ταχύ κατευθύνεται στη στάση των λεωφορείων. Δεν είναι το πρώτο καλοκαίρι χωρίς διακοπές. Το εργοστάσιο που δούλευε ο πατέρας της έκλεισε και αναγκάστηκε να δουλέψει για να σπουδάσει. Που λεφτά για διακοπές. Διπλοβάρδια δούλευε κι ας ήταν Δεκαπενταύγουστος. Άντε να ξέκλεβε κανένα Σαββατοκύριακο να πεταχτεί ως την Κάρυστο που είχε εξοχικό μια φίλη της. «Κάνε κοπέλα μου στην άκρη και βιάζομαι! Θα φύγει το πλοίο». Ο φουριόζος οδηγός έστριψε το τιμόνι του θηριώδους τζιπ και σανίδωσε το γκάζι.
«Από πού πάνε στο Δήλο;». Με σπαστά Ελληνικά ο ευγενικός Γάλλος αγνοεί τα γέλια των νεαρών που του δείχνουν με το χέρι το φωταγωγημένο Μπλου Σταρ.
Ένα τετράγωνο πιο κάτω ο Μηνάς και η Μαρία περιμένουν υπομονετικά στην αφετηρία το 703. Εκείνη φαίνεται κουρασμένη από τη νυχτερινή εφημερία στο «Μεταξά» και ακουμπάει το μπράτσο της στο σίδερο της στάσης πνίγοντας με την παλάμη της τα χασμουρητά .Ο Μηνάς ανάβοντας τσιγάρο χαζεύει τους περαστικούς που περνούν γύρω του. Του φαίνονται όλοι χαρούμενοι. Μπορεί να είναι το φως που γλυκαίνει πρόσωπα και αισθήσεις.
«Μάκη, παλιόφιλε που τρέχεις;» Από τον καφετέρια που μάλλον δεν έκλεισε ούτε ώρα βγαίνει ξενυχτισμένος ο σαραντάχρονος ιδιοκτήτης και κατευθύνεται στον συνομήλικό του άντρα. «Άσε, ρε, φίλε το πρώτο καλοκαίρι στην Αθήνα και μου την έχει δώσει! Κωλοζωή! Όσα και να βγάλω δεν φτάνουν! Εφορία, ΕΝΦΙΑ, τα φροντιστήρια των παιδιών!». Ο Αύγουστος κάποτε ήταν ο αγαπημένος του μήνας. «Έλα, κερνάω καφέ!» . Κολλημένοι στη τζαμαρία έπιναν γουλιά γουλιά τον φραπέ . Μίλησαν, γέλασαν, θυμήθηκαν τις κοινές διακοπές , μέτρησαν τις νίκες και τις ήττες της ζωής.
Δυο βήματα παραδίπλα, η μεσόκοπη χήρα με την κόρη της ανεβάζουν ρολά στο περίπτερο. Το πρώτο καλοκαίρι χωρίς τον άντρα της, ένα ακόμα πρωινό που βλέπει να τελειώνει. Παίρνει δύναμη από το χαμόγελο της κόρη της και φαντάζεται ότι βρίσκεται Δεκαπενταύγουστο στο χωριό. Το δικό της χωριό είναι βουνήσιο , στους πρόποδες ενός βουνού της Πελοποννήσου, μέσα στο πράσινο και στα νερά. Στην πλατεία του θα δεις τα καλοκαίρια ευτυχισμένους γέρους , ήρεμους μεσήλικες, τρελαμένους έφηβους και μωράκια που κάνουν τα πρώτα βήματα στο πλακόστρωτο.
Θυμάται τα πανηγύρια, τα γλέντια με το ατέλειωτο φαγοπότι κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο, τα «Χρόνια Πολλά», για τη γιορτή της , και τα κλαρίνα. Στις γιορτές όπως ο Δεκαπενταύγουστος έρχονται οι μουσικοί από τα γύρω χωριά και διαγωνίζονται ποιος θα παίξει καλύτερα.
Η γυναίκα πονάει, δακρύζει, κοιτάζει τους περαστικούς που τρέχουν να προλάβουν το πλοίο της γραμμής.
Μια τελευταία τζούρα ήλιου για το νεαρό ζευγάρι των Κινέζων που γυρίζουν στην πατρίδα τους αναπολώντας το ελληνικό καλοκαίρι.
«Άντε και καλή αντάμωση». Το ζευγάρι των Ελληνοαμερικανικών φιλάει σταυρωτά ανίψια και ξαδέλφια. Κάθε καλοκαίρι διακοπές στο σπίτι του παππού στο νησί. Θα πάρουν μαζί τους τα πρωινά κάτω από τη σκιερή κληματαριά , τα δειλινά στην κόκκινη παραλία, το γέλιο των παιδιών στα καλντερίμια του χωριού. Άντε, εις το επανιδείν και του χρόνου να ανταμώσουμε.
Εις το επανιδείν.
γράφει η Κωστούλα Τωμαδάκη
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου