Έρχονται τα Χριστούγεννα. Αλλά φτάσαμε πια στον τέταρτο χρόνο από τότε που οι «Μάγοι» δεν φέρνουν πια «δώρα». Μοιράζουν ξύδι. Και χολή. Μετράμε τον τέταρτο χρόνο μιας «σωτηρίας» που είχε εξαρχής σχεδιαστεί ως αδιάκοπος Γολγοθάς. Το «πνεύμα των Χριστουγέννων» είναι και φέτος πληγωμένο. Το βλέπεις στα μάτια των ανθρώπων. Το καταλαβαίνεις στο βλέμμα τους. Η αναμονή της γιορτής έχει παραδώσει τη θέση της στη θλίψη. Καμιά φορά στην κατάθλιψη. Στα μάτια... των ανθρώπων είναι γραμμένα όλα. Ειδικά στα μάτια των γερόντων...
«Τι θα κάνετε τα Χριστούγεννα;». Να μια... φράση δυσεύρετη. Χαμένη. Εξοστρακισμένη από τις κουβέντες μεταξύ φίλων και γνωστών. Στις συζητήσεις δεν υπάρχει πια εκείνο το «άγχος» της προετοιμασίας. Όλο και λιγότεροι έχουν όρεξη για «σχέδια». Το δέντρο κλεισμένο ακόμα στο πατάρι. Πού να βρεις διάθεση. «Άστο, είναι νωρίς ακόμα»...
Παραμονές των Χριστουγέννων, η φενάκη της απόδρασης είχε πάντα ένα τόνο συνθηματικό: «Τι λες να κάνουμε τα Χριστούγεννα;». Παρ’ ότι μονίμως ματαιωμένη, αυτή η υπόσχεση της απόδρασης, ξετυλιγόταν ως απόδειξη της ελπίδας. Της ελπίδας για μια «γέννα» που κάποια στιγμή θα έρθει. Ήταν ένα ακόμα σύνθημα ότι «αντέχουμε». Και προχωράμε. Το σύνθημα της ελπίδας που παραμένει ζωντανή, σε όλο και περισσότερους, φτάνει πια μόνο ως ο απόηχος μιας μακρινής εποχής. Για όλο και περισσότερους, έχει πλέον αντικατασταθεί με το ξόρκι της υποχρέωσης: «Άντε να δούμε πώς θα περάσουν και τα Χριστούγεννα». Πού καιρός, πια, για «παραμύθια» μεταξύ ενηλίκων...
Και φέτος δεν θα λείψουν τα λαμπιόνια. Οι δήμαρχοι άρχισαν ήδη να φωταγωγούν τις εισόδους των πόλεων. Τα μαγαζιά - όσα έχουν απομείνει ανοιχτά – ξεκίνησαν να στολίζουν τους Άγιους Βασίληδες. Αλλά το γκρίζο είναι εδώ. Το μαύρο της ανεργίας είναι εδώ. Το «κοριτσάκι με τα σπίρτα» είναι παντού. Αλλά κανείς δεν έχει να αγοράσει. Το κατάμαυρο των αστέγων, του κομμένου ρεύματος, είναι εδώ. Η αιθαλομίχλη είναι εδώ. Τα συναντάς παντού. Το μόνο ίσως «αξεσουάρ» που πλέον θυμίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ότι έρχονται οι γιορτές είναι η πρωτοφανής, η γεωμετρική αύξηση της επαιτείας! Ναι, μετέτρεψαν τη ζητιανιά σε «αξεσουάρ» της ζωής μας! Δεν υπάρχει πια φανάρι, δεν υπάρχει διασταύρωση, δεν υπάρχει δρόμος, δεν υπάρχει σοκάκι, δεν υπάρχει χώρος συνάθροισης και κόμβος εποχούμενων που η επαιτεία, η ζητιανιά, ο λαβωμένος άνθρωπος από τη φτώχεια, την προσφυγιά, την ανεργία, την ανέχεια, να μη μας χτυπά το παράθυρο του αυτοκινήτου, να μη μας σκουντά στη στάση του λεωφορείου, να μη μας περιμένει στον εμπορικό πεζόδρομο.
Έρχονται Χριστούγεννα. Το καταλαβαίνεις από το βάρος που νιώθεις να αναμετρηθείς με το ύψος των περιστάσεων. Δεν υπάρχει υψηλότερος πήχης από εκείνον που ορίζει η προσμονή των παιδιών. Το νιώθεις να σε πνίγει καθώς κοιτάς το ημερολόγιο και κάθε μέρα που περνά είναι άλλη μια υπόμνηση από την κλεψύδρα της απελπισίας: «Πού μας καταντήσανε»...
Τα λαμπιόνια θα ανάψουν και φέτος. Οι βιτρίνες θα στολιστούν. Αλλά οι ψευτομάγοι – δυστυχώς για τους ίδιους – τα έχουν καταφέρει. Καθάρισαν το τοπίο από όλους τους αντικατοπτρισμούς. Έσπασαν τα ίδια τα «καθρεφτάκια» τους. Σφράγισαν όλες τις χαραμάδες. Το έξω φως, το τεχνητό, το κάλπικο, δεν περνάει πια για να ξεγελάσει το μέσα μας. Οι «φωστήρες» δεν μπορούν πια να μας ξεγελάσουν. Εκατομμύρια Έλληνες το νιώθουν, το καταλαβαίνουν: Το μήνυμα της «γέννας» που υπόσχονται τα Χριστούγεννα κουβαλάει μαζί της το πραγματικό μήνυμα: Το μήνυμα της «ανα-γέννησης» που μας στερούν. Το μήνυμα της «ανα-γέννησης» που μας αξίζει. Το μήνυμα μιας «ανα-γέννησης» που δε θα τους τη χαρίσουμε. Ούτε τα Χριστούγεννα θα τους τα χαρίσουμε. Θα τα γιορτάσουμε και τα φετινά Χριστούγεννα. Και ίσως είναι η ώρα, εκεί στη φάτνη, να τυλίξουμε το μωρό και να το μεγαλώσουμε με την ζεστασιά των στίχων του ποιητή. Για να του δώσουμε τη δύναμη, αυτή τη φορά, να μην αφήσει στη μέση ό,τι άρχισε τότε. Όταν έδιωξε τους αργυραμοιβούς από τον ναό του Σολομώντα:
«Άγιο μίσος δώσ' μου το χέρι σου./ Όταν δε θέλεις να πεθάνεις ξέρετε τι θα πει ζωή./ Μας κοίμιζε άλλοτε η μάνα μας μ' ένα τραγούδι σιγανό/ τι κάνατε το τραγούδι αυτό;/ Ο κόσμος είναι για την ευτυχία/ σαν μια παλάμη που πότε ζητιανεύει και πότε σφίγγει σε γροθιά».γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
από το enikos
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου