Νιώθει τους καθημερινούς ρευματισμούς του, καθώς κατεβαίνει τα... μαρμάρινα σκαλιά της πλατείας. Τα γόνατά του πονάνε, η ανάσα του βαριά. Δυο εύζωνες απέναντι, αγέρωχοι, μπροστά ‘πο άγνωστο μνημείο, κρύβουν στα γεμάτα μάτια την εθνική μελαγχολία. Το νέφος πάνω απ’τα κεφάλια έχει πλακώσει με έναν τρόπο διαφορετικό τους ανθρώπους. Δεν είναι σύννεφο, είναι πένθος συλλογικό. Κάποιοι θα γίνουν λύκοι για να ζήσουν, ακολουθώντας μια πανάρχαια πλατιά λογική. Μα σκέφτηκε πως αυτά δεν ήταν για εκείνον. Κι είναι και που δε μπορεί ν’ ανασάνει.
Παίρνει το πρωινό κουλούρι. Ένα φίλτρο έχει μπει σε κάθε του αίσθηση εδώ και καιρό. Το σουσάμι δεν είναι τραγανό, θα σκεφτεί. Δε βαριέσαι. Σε λίγο όλα θα τελειώσουν, σκέφτεται ξέπνοα, αναζητώντας ανάσα.
Ευλαβικά γδέρνει το σπιρτόκουτο, ανάβει το τσιγάρο, τινάζει το σπίρτο. Ρουφάει τον καπνό εγωιστικά. Σκέφτεται πώς θα μπορούσε να κρύψει σ’ αυτόν τις έγνοιες του. Μα κι αυτός χάνεται, όπως χάθηκαν και τ’ άλλα. Μα η Αθήνα δεν είναι Σεϊχέλες, και η πλατεία δεν είναι Σαν Σουσί. Κάνει να περπατήσει λίγο ακόμη. Δε μπορεί να πάρει ανάσα.
Σηκώνει ψηλά τον αγκώνα. Είναι το χέρι βαρύ. Τραβάει σκανδάλη.
Κι ανασαίνει.
γράφει ο Παναγιώτη Σωφρονίου
από το Καθημερινή κριτική
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος. Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο. (Τάκης Σινόπουλος) |
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου