Τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, ο πολίτης καλείται να υιοθετήσει μία ιδιάζουσα λογική βάση της οποίας, οφείλει να έχει κοινωνική, φορολογική, εθνική και πάσης άλλης συνείδηση την ίδια στιγμή που το κράτος μπορεί ανά πάσα στιγμή και ανέξοδα να αποδεικνύεται πλήρως ανακόλουθο και αναξιόπιστο. Επιδιώκοντας όμως να καταλογίσουμε αυτή τη βαριά ευθύνη στο απρόσωπο κράτος ή έστω και σε κάποιας περιόδου κυβερνήτες, η ανάγνωση της ελληνικής πραγματικότητας μας υποχρεώνει σε μια ακόμη πιο ιδιάζουσα διάχυση και διαπλοκή της αιτίας.
Από την εποχή της πρώτης μεταπολίτευσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή του εθνάρχη, ζούμε υπό το πρίσμα του δόγματος «εγώ σας έριξα στη θάλασσα, εσείς μάθετε κολύμπι». Ως θάλασσα λογίζεται κάθε φορά το όραμα πανάκεια ενός μεγάλου στόχου του τύπου ένταξη στην ΕΟΚ ή στην ΟΝΕ και σταθερά η κατάκτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ως εύλογη υποχρέωση να μάθουμε κολύμπι νοείται η ατομική θυσία που απαιτεί η προσαρμογή η οποία στο μέλλον θα μας ανταποδώσει εγγύηση υψηλού βιοτικού επιπέδου. Στην πορεία όμως, σταθερά καταμετρούμε χαμένες ευκαιρίες και θυσίες δίχως αντίκρισμα που μεταφράζονται σε διασπαθισμένο δημόσιο χρήμα, είτε λόγω σπατάλης, είτε λόγω ανικανότητας εκείνων που το διαχειρίστηκαν. Σε όλες τις εποχές πάντως, λόγω της «αξιοποίησης» του δημόσιου χρήματος για την μακροημέρευση στην εξουσία των εκάστοτε κυβερνώντων μέσω της ικανοποίησης πάσης φύσεως αιτημάτων όποιων κοινωνικών ομάδων μπορούσαν πιο επιτυχημένα να εκβιάσουν την κεντρική εξουσία.
Η παραπάνω προσέγγιση δεν... πηγάζει από μηδενιστική διάθεση. Προφανώς ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι η σημερινή Ελλάδα έχει μείνει στάσιμη στα δεδομένα των μέσων της δεκαετίας του ’70. Όμως, μία απλή άθροιση των ατομικών και συλλογικών θυσιών των τελευταίων 35 ετών και η σύγκρισή τους με το αποτέλεσμα, εύκολα αποδεικνύει ότι το προσδοκώμενο αλλά κυρίως εκείνο που μπορούσε να έχει επιτευχθεί, απέχει κατά πολύ από εκείνο που προέκυψε.
Ο φαύλος κύκλος κατά την ταπεινή μου άποψη, δεν έσπασε ποτέ -και ούτε πρόκειται- λόγω του επίμονου στρουθοκαμηλισμού με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα δεδομένα του προβλήματος. Κάθε φορά που αγγίζουμε τα όρια της επιβίωσής μας, επιστρατεύουμε το -υποκριτικό πλέον εδώ και χρόνια- λαϊκό φιλότιμο υπό το βάρος της απειλής της κρατικής χρεωκοπίας μας και συναινούμε στον εκ νέου ακρωτηριασμό μίας ατομικής κατάκτησής μας για το «κοινό εθνικό καλό».
Με μία ιδιότυπη σιωπηρή συμφωνία, μοιάζει κράτος και πολίτες να έχουν συναινέσει ότι, για μερικά χρόνια θα αφήνονται να αναπτύσσουν εκ νέου το απολεσθέν άκρο ώστε να είναι σε θέση να το προσφέρουν πάλι μόλις οι συνθήκες το απαιτήσουν. Ζούμε μερικά χρόνια επίπλαστης ευτυχίας και ανέλιξης μέχρι την περίοδο του νέου δράματος. Λες και οφείλουμε κάποια κάθαρση για τον ιδρώτα της δημιουργίας μας.
Το παράλογο είναι ότι, σε αυτό το κυκλικό φαινόμενο, δεν ασχολούμαστε καθόλου με τα δομικά αίτια του προβλήματος. Αρνούμαστε να παραδεχτούμε τι προκαλεί την αιμορραγία και μεριμνούμε απλά για την προσωρινή αντιμετώπισή της. Ίσως επειδή η οριστική ίαση απαιτεί την συστηματική και μακροχρόνια αγωγή ενώ μας έχουν μάθει στην δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό κατάποση αντιβιοτικών. Επιλέγουμε ως λαός, αντί της συνειδητής σταθερής αλλαγής διατροφικών συνηθειών, την δίαιτα ολίγων εβδομάδων προ της εμφάνισης στις παραλίες κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών μας.
Τα δομικά προβλήματα νοοτροπίας, κατά την άποψή μου είναι τέσσερα. Πρώτο ότι, εκπαιδευτήκαμε από τη μεταπολίτευση και μετά να θεωρούμε ως μέσο αύξησης των ατομικών μας εσόδων τη διεκδίκηση και όχι την αύξηση της συλλογικής παραγωγικότητας μέσω της εργασίας. Δεύτερο ότι, θεωρούμε υλοποιήσιμο σενάριο την ατομική ευημερία και εξέλιξη ακόμη και αν ταυτόχρονα υπάρχει συλλογική συρρίκνωση του ολικά παραγόμενου και διανεμόμενου. Τρίτο ότι, θεωρούμε ανέξοδη και μη προβληματική την παντελή ύπαρξη μακροχρόνιου σχεδίου διαχείρισης της συλλογικής περιουσίας, δηλαδή σχεδίου διακυβέρνησης. Τέταρτο ότι, συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ως φυσιολογική τη ρευστότητα των κανόνων. Συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ευφάνταστους κυβερνήτες που μεταβάλλουν κατά το δοκούν τα ισχύοντα και μετά τα επιβάλλουν -αφού τα ηθικοποιήσουν μέσω νομιμοφανών διαδικασιών- για να αντιμετωπίσουν έκτακτες συγκυρίες που δεν είναι άλλες από το αποτέλεσμα της προχειρότητας με την οποία διαχειρίστηκαν οι ίδιοι και οι αλλόχρωμοι τους (αλλά κατά τα λοιπά όμοιοι) τα κοινά.
Το αστείο της ιστορίας είναι ότι, συνηθίσαμε αντί να απαιτούμε την οριστική απαλλαγή από τα παραπάνω δομικά προβλήματα, να πανηγυρίζουμε για τη σύναψη διαρκώς νέων συμβολαίων κυβερνώντων – λαού ! Συμβολαίων κενών περιεχομένου, φανταχτερού όμως διαφημιστικού περιβλήματος. Γιατί επί των συμβολαίων αυτών αντιλαμβανόμαστε με τεράστιες και ουσιώδεις αποκλίσεις βασικές έννοιες ορισμών.
Επί παραδείγματι ότι, με τον όρο εργασία νοείται κάθε δραστηριότητα η οποία παράγει αξία και προϊόν και όχι η απλά η φυσική παρουσία (για κάποιους ακόμη και η απουσία εφόσον σε κάποια καταμέτρηση ωρομετρίου εμφανίζονται παρόντες). Με τον όρο δικαίωμα νοείται εκείνο που η ισοπολιτεία απαιτεί και η διαδρομή ενός εκάστου στοιχειοθετεί και όχι εκείνο που μπορεί να απαιτηθεί μέσω δημιουργίας εκβιαστικών δεδομένων. Με τον όρο επιβράβευση νοείται η μεμονωμένη επιπλέον παροχή ως ανταπόδοση της εξαιρετικής απόδοσης και όχι η αδιάκριτη διανομή σε υποσύνολο επιδόματος χάρη -στην καλύτερη περίπτωση- της φιλότιμης και επιτυχούς εργασίας κάποιων μελών αυτού. Τον όρο εκπρόσωποι -του συνόλου του λαού ή όποιας κοινωνικής υποομάδας- οφείλουμε να επιδιώκουμε να τον απολαμβάνουν οι ικανότεροι και αποτελεσματικότεροι για το έργο για το οποίο αναδεικνύονται, αλλιώς αλλοιώνεται ο σκοπός του όρου. Η μελλοντική παροχή μπορεί να προέλθει μόνο από σημερινή ορθή επένδυση και παραγωγή προϊόντος χάρη εργασίας και όχι μέσω ακόμη μελλοντικότερης υπερχρέωσης.
Μη δεσμευόμενοι λοιπόν με το κάθε φορά εν μέσω πανηγυρισμών συναφθέν συμβόλαιο κυβερνώντων – λαού σε κοινά αποδεκτούς με την ίδια έννοια όρους, υποκρινόμαστε ως λαός ότι προδόθηκε η εμπιστοσύνη μας, υποκρίνονται και οι κυβερνήτες ότι υπονομεύτηκε το έργο και η πρόθεσή τους και αναζητούμε ποιος διέφθειρε ποιον. Και επειδή για επιούσιους λαούς όπως ο δικός μας, το φταίξιμο δεν μπορεί να είναι στη ρίζα του γηγενές, καταλήγουμε σε σενάρια επιδίωξης αποδυνάμωσης «για προφανείς λόγους» εκ μέρους ξένων παραγόντων.
Μοιάζει τελικά λοιπόν, το μείζον ζητούμενο να μην είναι η επιλογή του ιδανικότερου συμβολαίου αλλά, καταρχήν, η επιστροφή στα θεμελιώδη. Δηλαδή στην αναγραφή και κατανόηση των 10 εντολών.
Τα συμβόλαια έπονται κατά πολύ.
του ΣΠΥΡΟ ΣΤΑΥΡΙΔΗ στα πράγματα
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου