Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς την τραγωδία του Οιδίποδα; Χωρίς την προσπάθεια του Σπάρτακου και χωρίς τις νύχτες του Μάρκου Αυρήλιου στους μαύρους γερμανικούς δρυμούς, να σκύβει πάνω απ’ το ερώτημα της Αντιγόνης αμφίθυμος, τη μια νύχτα σίγουρος, την άλλη να αμφιβάλλει...
Ερχόμαστε από μακριά, απ’ την εποχή των... φόβων και των χθόνιων θεών, κι ακόμα, χιλιάδες χρόνια μετά, με την ίδια επιφύλαξη βάζουμε το ένα πόδι μπροστά απ’ το άλλο καθώς βαδίζουμε με τον Χικμέτ να έχει τραγουδήσει ότι «για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει, είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε...»
Ερχόμαστε απ’ την αρχή του χρόνου των ανθρώπων, κουβαλώντας στους ώμους μας το ξόανο της Τύχης και τους από Μηχανής Θεούς μας, πολιτικά νήπια που όταν ενηλικιώνονται, άλλος γίνεται θηρευτής κι άλλος αγαθός και θεράπων - με τον ίδιο Απόλλωνα πάνω απ’ το κεφάλι μας εκηβόλο και ιοβόλο, αλλά εν τω άμα θεραπευτή κι Αϊ-Γιώργη.
Τι θα ήταν η Ευρώπη, αν δεν μπορούσε να γράψει ο Γκορ Βιντάλ απ’ την Αμερική για τον Ιουλιανό και να τον διαβάζει ένας φάρμερ, απογευματάκι στην Αυστραλία, πίνοντας μετά τον κάματο της ημέρας παγωμένη λεμονάδα...
Τι θα ήταν σήμερα η ταπεινότης μου που σας γράφει κι εσείς που διαβάζετε, χωρίς τη βιβλιοθήκη του Χρυσολωρά στη Βενετία;
Ερχόμαστε από πολύ παλιά, από την εποχή των πρώτων εντυπώσεων των ανθρώπων, όταν η «ροδοδάκτυλη Ιως» (καθώς ακόμα και σήμερα προσπαθούν να προφέρουν τη φράση με ερασμιακή προφορά οι φοιτητές στο Κέιμπριτζ και τη Λειψία) μάθαινε στον Όμηρο να λέει ιστορίες για τρεις χιλιάδες χρόνια ταξίδι, ερχόμαστε από την Αλεξάνδρεια, τη Μασσαλία, τη Ρώμη, τον Τάραντα την Πόλη και τα χωριά του Ερυμάνθου.
Άποικοι στην Οδησσό και πρόσφυγες απ’ την Οδησσό, χιλιάδες χρόνια πηγαινέλα.
Γι’ αυτό και δεν φοβάμαι τώρα αυτούς που βάζουν ανήλικα παιδιά σκλάβους να δουλεύουν και κρατούν άνεργους τους νέους, προσωρινώς νικούν οι τόκοι, προσωρινώς υπερισχύει ο «τρόμος και η αθλιότητα» του Δ’ Ράιχ.
Κανείς δεν θα μας αλυσοδέσει, κανείς δεν θα μας εμποδίσει να βαδίζουμε είτε στις διαδηλώσεις
είτε στους περιπάτους με τις αγάπες μας, τα παιδάκια μας και τα όνειρά μας.
Δεν θα αλωθούν οι Κυριακές που καθ-ιέρωσαν οι άνθρωποι. Εχουμε περάσει πολλά, είδαμε το προγονικό σαν έγινε «συντρίμμι η μάνα του η Μακεδονία» να τρέχει ικέτης στη Ρώμη και να εκλιπαρεί για αποφάσεις και χρησμούς.
Είδαμε ξεριζωμούς και θαύματα να μαρμαρώνουν, φάγαμε τη σκλαβιά με το κουτάλι, χωρίς το αλάτι από μας να σκύβει το κεφάλι, ερχόμαστε από πολύ παλιά, με αγίους και αντάρτες φωτογραφίες στα σαλονάκια μας και εικόνες στα σπίτια των ναυτικών και των ξενιτεμένων.
Φέρουμε στα φτερά μας ποιητές και ποιητές και ποιητές, γραμματικούς, μηχανικούς και γιατρούς.
Δασκάλους! τι θα ήμασταν χωρίς αυτούς;
Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς τον Μαρξ, τον Νίτσε, τον Κρόμβελ και τον Νεύτωνα; τον Αρίσταρχο και τον Ιησού; Ερχόμαστε απ’ το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία του 1936 κι απ’ τη σημαία της Νίκης κατά του φασισμού να φτερουγίζει πάνω απ’ το Ράιχσταγκ το 1945, ερχόμαστε τσιφ απ’ τον Αμλετ και τον δον Κιχώτη, είμαστε όλοι παιδιά των γραμμάτων.
Κι όμως, ενώ ερχόμαστε από παλιά με αίματα ξεχρεωμένα (κι ας έλεγε ο Αισχύλος αλλιώς), με τα πένθη μας, νίκες και τις ήττες μας, κουταλάκι του γλυκού απ’ τα χέρια μιας θείας μας πολύ ερωτικής, μας σταμάτησαν εδώ, σε ένα τοπίο ζοφερό. Με τους καρκινοπαθείς να μη βρίσκουν φάρμακο, τους σιδερένιους εργάτες μεροκάματο, τη μια αυτοκτονία του πλησίον μας να διαδέχεται άλλη και τους πιτσιρικάδες απελπισμένους σαν τους μακρυμάλληδες Αχαιούς, όταν τους έκαιγαν τα πλοία οι Τρώες.
Μας σταμάτησαν εδώ και προσπαθούν να μας «εμποδίσουν να βαδίσουμε», προσπαθούν να «μας αλυσοδέσουνε» οι αφιλοσόφητοι και οι τενεκέδες. Οι γεννηθέντες νεκροί.
Ο Πόλεμος, ο Φασισμός και ο Τόκος.
Για μιαν ακόμα φορά, για πολλοστή φορά.
«Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς αυτήν την Τρόικα;» καγχάζει τώρα, είρων, ο Μεφιστοφελής στον εραστή της Μαργαρίτας, τι θα ήταν οι Έλληνες χωρίς τον «πάντων πατέρα πόλεμο», πώς θα έφθαναν την «τίμια ελληνική λαλιά» ως την Βακτρία, χωρίς τη σπάθη και το φάσγανο;
Κατάφραχτοι δεν είναι οι άγγελοι;
Και δεν έσφαξε της Τούρκας μάνας το παιδί ο Κομνηνός στις δόξες του και ύστερα ο Χιώτης, που γλίτωσε τη δική του σφαγή, για να σφάξει μετά ο γιος του άλλου θεού γιο στο Εσκί Σεχίρ;
Σκύβει, χιλιάδες χρόνια τώρα το κεφάλι του κάθε βράδυ ο Μάρκος Αυρήλιος πάνω απ’ το ερώτημα της Αντιγόνης, τη μια νύχτα Κρέοντας, την άλλη να αμφιβάλλει...
Ίσως με τα γράμματα να βγούμε από δω.
Σαν την «κινούμενη δημοκρατία» των μυρίων του Ξενοφώντα, αρκεί να συνεχίσουμε να βαδίζουμε προς το θάλαττα - θάλαττα, αρκεί να «μη μας αλυσοδέσουνε»...
γράφει ο Στάθης
από το enikos
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου