Σα μπήκα, το μαγαζί ήταν άδειο. Κάθισα σ’ ένα τραπεζάκι δίπλα στο τζάμι, και χάζευα έξω την κίνηση.
Στην άλλη άκρη του μαγαζιού καθόταν ένα γεροντίδιο.
Δεν δίστασα.
«Έ, παππού», του φώναξα, «να ’ρθω στο τραπέζι σου να τα πούμε;».
Ο παππούς πέταξε τη σκούφια του. Ποιος ξέρει πόσον καιρό είχε να μιλήσει σε άνθρωπο...
Για να μην σας τα πολυλογώ, ο παππούς ήταν 16 χρονών, τον χειμώνα της μεγάλης πείνας, του 1941. Τη χειρότερη περίοδο που έζησε η Αθήνα μετά το λοιμό του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Του ζήτησα να μου πει πώς ήταν τότε η ζωή. Κι έμαθα πολλά πράγματα...
Τότε, όλη η περιοχή απ’ την Ομόνοια ως το Μοναστηράκι ήταν γεμάτη μικροπωλητές.
Πρόσφεραν τα λεγόμενα «πολεμικά εδέσματα»: χάρτινα χωνάκια με λίγες ελιές, σταφίδες, διάφορα ζεστά ζουμιά άγνωστης προέλευσης και περιεχομένου, μικρούς κύβους από βούτυρο κλπ.
Στα πεζοδρόμια της οδού Αθηνάς έβλεπες ουρές από φουφούδες και υπαίθρια τηγάνια, σχάρες, τετζερέδια και πιατάκια σερβιρίσματος με χαρουπόψωμο, κεφτέδες από βλίτα, πλιγούρι...
Στα σπίτια είχαν μικρά βαζάκια που μάζευαν τα ψίχουλα απ’ το τραπέζι.
Στους καφενέδες πρόσφεραν το γνωστό... «μαυροζούμι»!
Γνήσιο καφέ σπάνια έβρισκες, και ήταν πανάκριβος. Οι τότε Αθηναίοι τον αποκαλούσαν «τίμιο»...
Στις εφημερίδες οι σεφ της εποχές πρόσφεραν ειδικές συνταγές για πεινασμένους: «Τα παιδάκια θα φάνε με ξεχωριστή όρεξη αυτόν το ζελέ από χόρτα. Αλλά και οι μεγάλοι θα ενθουσιαστούν»!
από το Ασκαρδαμυκτί
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου