Το μάτι μου εντόπισε την παρουσία του την... τελευταία στιγμή λίγο πριν προσπεράσω το αυτοκίνητό του. Ένα βρώμικο κόκκινο Skoda με φαγωμένη τη βαφή στο καπό και δυο βαθουλώματα στο φτερό. Εκείνος είχε στηρίξει το κεφάλι του στο τιμόνι και τα χέρια του είχαν αγκαλιάσει το ταμπλό. Μου πήρε κάποια δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτή η μάζα που είχε γίνει ένα με το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Στάθηκα για λίγο περιμένοντας να σαλέψει αλλά τίποτα. “Κύριε, είστε καλά;” τον ρώτησα. Δεν αποκρίθηκε. Επέμεινα στην ερώτησή μου. Και πάλι τίποτα. Το παράθυρο από την μεριά του οδηγού ήταν ανοιχτό οπότε τον σκούντηξα στον ώμο. Στην αρχή ελαφρά μα καθώς δεν αντιδρούσε, όλο και πιο έντονα σε σημείο που θεωρείται αγένεια, έως ότου τελικά γύρισε και με κοίταξε σαν το νεογέννητο που προσπαθεί να ανοίξει τα μάτια του.
Έδειχνε ζαλισμένος και κουρασμένος με γένια λίγων ημερών να αγριεύουν το πρόσωπό του. Τον ρώτησα για άλλη μια φορά αν είναι καλά αλλά και πάλι δεν πήρα απάντηση. Έκατσα στο καπό του αυτοκινήτου ώστε να του δώσω χρόνο να ανακτήσει επαφή με το περιβάλλον. Τον παρατηρούσα καθώς το βλέμμα του σκάναρε τον χώρο στην προσπάθειά του να καταλάβει πού βρισκόταν. Μετά από αρκετή ώρα μου έγνεψε με το κεφάλι κάτι σαν “όλα καλά”. Βγήκε με αργές κινήσεις από το αυτοκίνητο κι έκατσε δίπλα μου στο καπό. Δεν μίλησε, είχε καρφώσει τα μάτια του απέναντι σε μία νερατζιά με κάτι πλαστικές σακούλες με σκουπίδια στη βάση της σαν καλλιτεχνική εγκατάσταση. Πρέπει να είχαν περάσει τουλάχιστον δέκα λεπτά, όταν αποφάσισε να ανοίξει το στόμα του. “Είμαι μια χαρά τώρα, ευχαριστώ” μου είπε. Πιάσαμε την κουβέντα αν και δεν ήταν εύκολο. Κάθε τόσο χανόταν στις σκέψεις του κι έπρεπε να επαναλάβω αυτό που έλεγα για να βρω ανταπόκριση.
Τον έλεγαν Αντώνη, 46 ετών και άνεργος για 5 μήνες. Το προηγούμενο βράδυ είχε βγει για να βρει δανεικά μα χωρίς αποτέλεσμα. Χρωστούσε τέσσερις δόσεις του στεγαστικού του δανείου και άλλες τόσες σε κάρτες. Ο λόγος που είχε αποκοιμηθεί στο αυτοκίνητο: Δεν άντεχε να ανέβει σπίτι και να πει στην γυναίκα του πως δεν κατάφερε να μαζέψει έστω και λίγα χρήματα. “Ντρέπομαι και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό” μου είχε πει. Η κουβέντα μας διήρκησε λίγη ώρα ακόμη. Του πρότεινα να τον κεράσω ένα καφέ αλλά αρνήθηκε γιατί “έπρεπε να γυρίσει σπίτι καθώς η κυρά θα έχει τρελαθεί από την αγωνία της που έλειπε όλο το βράδυ απροειδοποίητα”. Χαιρετιστήκαμε και χωρίσαμε εκεί. Τόσο απλά κι αθόρυβα όπως γνωριστήκαμε.
Τον Αντώνη τον θυμήθηκα πάλι, καθώς διάβαζα για έναν 40χρονο, παραλίγο αυτόχειρα, που σώθηκε την τελευταία στιγμή από την αστυνομία και η εξήγηση που έδωσε είναι πως ντρεπόταν να αντικρίσει τον σπιτονοικοκύρη του, στον οποίο χρωστούσε ενοίκια και δεν μπορούσε να κρύβεται άλλο. Έρευνες δείχνουν πως οι αυτοκτονίες στη χώρα μας παρουσιάζουν αύξηση περίπου 40%, με τους ειδικούς να κάνουν λόγο πια για δύο αυτοκτονίες την ημέρα για το 2010, ενώ το 2009 ήταν μόλις μία. Η πλειονότητα των αυτόχειρων είναι οικογενειάρχες, ηλικίας 40-60 ετών που έχασαν τη δουλειά τους. Η αυτοκτονία στην προκειμένη περίπτωση, λένε οι ψυχολόγοι, πέρα από πράξη απελπισίας, είναι και μία πράξη τιμωρίας γιατί δεν κατάφεραν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, αλλά και λύτρωσης από το καθημερινό αίσθημα ενοχής.
Και μπορεί ο Αντώνης να μην είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του -κι ελπίζω να είναι καλά καθώς δεν τον έχω ξαναδεί έκτοτε- αλλά σκέφτομαι πώς μπορούμε να βοηθήσουμε και να στηρίξουμε τους συμπολίτες μας που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση. Υποθέτω δείχνοντας το στοιχειώδες ενδιαφέρον, ακόμα και αν πρόκειται για αγνώστους, είναι μια καλή αρχή.
γράφει η Λουκρητία
από το protagon
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου