Το μόνο που περιμέναμε από τους εκπροσώπους του πολιτικού κόσμου, είναι αυτό ακριβώς που έκαναν: μια επιφανειακή αντιμετώπιση του ζητήματος. Λαϊκισμός χαρακτηρίζει τα λόγια τους (αφού τους τα πήραμε όλα, ας ικανοποιήσουμε τώρα ως πολιτικός κόσμος, τους πειναλέους υπηκόους μας, λέγοντας πως δεν πρέπει οι συνταξιούχοι οι δικοί μας να πάρουν άλλα χρήματα) και τίποτα άλλο. Ή καλύτερα. Και μετά… τίποτα.
Δεν νομίζουμε πως η αντιμετώπιση αυτή είναι τυχαία. Είναι προσχεδιασμένη και έχει στόχο, την έλλειψη πολιτικής σκέψης των Ελλήνων πολιτών. Αλλοίμονο αν σκεφτούν οι Έλληνες. Θα μας φάει το… μαύρο σκοτάδι. Για αυτό κάνουμε οτιδήποτε για να μην σκεφτούν. Τι όμως να μην σκεφτούν;
Το τι είναι νόμος. Τη σχέση της έννομης τάξης με την εξουσία. Τη σχέση των νόμων με το κοινό περι δικαίου αίσθημα. Τη σχέση νόμων και οικονομικής εξουσίας. Την ηθική δικαίωση των νόμων. Την “υποχρεωτική εφαρμογή” του νόμου. Τη σχέση του νόμου με την Δημοκρατία.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει οι Έλληνες να στοχαστούν πάνω στα προηγούμενα και σε παρόμοια θέματα. Ο σκοταδισμός τους ταιριάζει περισσότερο.
Γιατί αν σκέφτονταν, πιθανόν να έφταναν σε διαφορετικές διαπιστώσεις από εκείνες που χρόνια τους πιπιλίζουμε το μυαλό. Π.χ. θα διαπίστωναν πως ο νόμος είναι κυρίως μέσο των ισχυρών για να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Πως χρησιμοποιείται για να μεταφέρει χρήμα (π.χ. διόδια) από τους οικονομικά αδύνατους στις εταιρίες. Πως συχνά έχει έναρξη και λήξη, ανάλογα με το αν οι «δικοί μας» πρόλαβαν να κάνουν τη δουλειά (υπάρχουν διατάξεις που έχουν ισχύσει για εβδομάδες, ακόμα και για μια μέρα). Πως ακόμα συχνότερα “φωτογραφίζει” εκείνον που θέλουμε να εξυπηρετήσουμε.
Ο νόμος σε κάθε περίπτωση, κρατάει μια ισορροπία στην κοινωνία (υπάρχουν π.χ. διατάξεις που τιμωρούν κάποιον που σας επιτέθηκε). Αυτό είναι αναγκαίο, γιατί αν δεν υπήρχε και αυτό δεν θα μπορούσε η κυρίαρχη οικονομική ομάδα να ξεζουμίζει τους υπηκόους. Αυτή την ελάχιστη ισορροπία που κρατάει ο νόμος, την “διαφημίζουν” με κάθε τρόπο και έντονα. Σκοπός να ταυτιστεί στο μυαλό των υπηκόων, η εφαρμογή των νόμων με κάτι θετικό.
Αντίθετα, αποσιωπούν και δεν μιλάνε ποτέ, για τα υπόλοιπα. Που είναι -πάντα- πολύ περισσότερα. Γιατί ο νόμος, χρησιμοποιείται κυρίως από τους ισχυρούς εναντίον των αδυνάτων. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όση ωραιοποίηση και αν κάνουμε, όσο υπέροχο και να είναι το περιτύλιγμα, το γλυκό έχει μικρές δόσεις δηλητηρίου. Η μη συνειδητοποίηση του ρόλου των νόμων στη ζωή μας, απλώς μας δηλητηριάζει πιο γρήγορα και φέρνει την τελική καταστροφή των ζωτικών στοιχείων της κοινωνίας μας.
Δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε τώρα όλους τους νόμους που απλώς εξυπηρετούν την άρχουσα τάξη. Μόνο και μόνο που το Εθνικό ξεπούλημα, πήρε τη μορφή του “νόμου” (Μνημόνιο), μας πείθει για το ρόλο των νομοθετών και των “δημιουργημάτων” τους (δηλαδή των νόμων).
Η διαφορά λοιπόν μιας μεγάλης μερίδας του λαού, με την πολιτική άρχουσα τάξη, είναι ότι αρχίζει να σκέφτεται το ρόλο των νόμων. Ποιοι δηλαδή νομοθετούν. Με ποια διαδικασία επιλέγονται. Πως νομοθετούν. Ποιο σκοπό επιδιώκουν. Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στα αποτελέσματα της εργασία τους.
Χαρακτηριστική είναι και η στάση της “αριστεράς” στο παραπάνω ζήτημα. Όλες οι δηλώσεις μαρτυρούν τούτο. Πως η (κοινοβουλευτική τουλάχιστον) αριστερά, έχει πλήρως ενταχθεί στο σύστημα (ας μην ξεχνάμε πως αυτό είναι σύστημα καταπίεσης του λαού). Το σκεπτικό τους. Τα αναδρομικά των βουλευτών, είναι μεν νόμιμα (στηρίζονται και στο Ζ΄ Ψήφισμα της Βουλής του 1975) αλλά είναι… ηθικά ανεπίτρεπτα[1] μέσα σε μια τέτοια κρίση. Δηλαδή φίλοι της αριστεράς, αν δεν υπήρχε η κρίση, δεν υπήρχε πρόβλημα; Κανένα πρόβλημα δεν διαπιστώνετε στο γεγονός πως οι βουλευτές αποφασίζουν μόνοι τους για το πόσο τιμώνται οι... υπηρεσίες τους; Το ότι έχουν και το καρπούζι και το μαχαίρι, δεν σας απασχολεί; Το ότι θα κόψουν ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι είναι το θέμα;
Ή φτάνουν να χαρακτηρίσουν λυπηρό γεγονός τη διεκδίκηση των αναδρομικών. Εδώ μια “νόμιμη” διεκδίκηση γίνεται κάτι κακό[2], με μόνο στόχο να “μην αγγίξουμε” το κρίσιμο ζήτημα, του ποιος αποφασίζει. Ακόμα και όταν ζητούν την κατάργηση των συντάξεων[3], κάτι που ακούγεται λογικό και δίκαιο, αποφεύγουν να μιλήσουν για την ταμπακιέρα.
Σε τελική ανάλυση, πιστεύουμε πως αυτή η απαίτηση των βουλευτών, απλώς μας δείχνει προβλήματα του σημερινού πολιτικού συστήματος και των διασυνδέσεών του. Δεν έχει νόημα να εξακολουθούμε να κρύβουμε τα προβλήματα κάτω από το χαλί. Κάτι που φαίνεται εξόφθαλμα άδικο, δεν είναι παρά η λογική συνέπεια του τρόπου λειτουργίας αυτού του κοινωνικού-οικονομικού-πολιτικού πλέγματος. Η οικονομική εξουσία για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, υποστηρίζει δι όλων των μέσων τους δικούς της ανθρώπους. Οι τελευταίοι “εκλέγονται” με μια διαδικασία που έχει ως σκοπό από τη μια να θεωρείται “δημοκρατική” ώστε να μην αμφισβητηθεί και από την άλλη να προωθήσει συγκεκριμένους ανθρώπους σε θέση εξουσίας. Από εκείνη τη στιγμή και πέρα τα πάντα είναι εύκολα. Άπαξ και έγιναν εκλογές, κανείς δεν “νομιμοποιείται να ομιλεί”. Οι εκπρόσωποί μας (δηλαδή οι βουλευτές) έχουν δικαίωμα να αποφασίζουν για όλα.
Αυτή είναι η πραγματικότητα. Για αυτό και βρίσκουμε υποκριτικό να λένε οι πολιτικοί άρχοντες, ότι οι άλλοι του σιναφιού τους, αυτή τη φορά το παράκαναν. Ας είμαστε ειλικρινείς. Αν δεχτούμε πως η νομιμότητα είναι το παν, οφείλουμε να δώσουμε στους βουλευτές όλα όσα μας ζητούν. Το αίτημά τους, φαίνεται καθ’ όλα νόμιμο. Στηρίζεται σε ψήφισμα παλιότερων συναδέλφων τους.
Αν όμως φαίνεται υπερβολικό, τότε η υπόθεση δεν είναι αν θα πάρουν ή δεν θα πάρουν τα λεφτά. Είναι αν θα πρέπει να ακολουθούμε τους νόμους και το σύνταγμα. Είναι ο μύθος της “νομιμότητας” το θέμα. Όχι τα λεφτά. Είναι γιατί ακόμα τρέμουμε μη μας χαρακτηρίσουν παράνομους. Είναι γιατί ψελλίζουμε “εμείς είμαστε νόμιμοι”. Είναι γιατί “κόβονται” τα πόδια μας, όταν αντιμετωπίζουμε τους εφοριακούς. Είναι γιατί σφίγγεται η καρδιά μας, όταν μας σταματάει ο αστυνομικός. Είναι γιατί, ενώ ξέρουμε πως έχουμε δίκιο, αγχωνόμαστε όταν λέμε στα διόδια πως δεν θα πληρώσουμε. Είναι γιατί η “υπακοή στους νόμους”, έχει περάσει στο αίμα μας. Και τώρα αντιλαμβανόμαστε πως η υπακοή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά θηλιά, περασμένη στο λαιμό μας. Που μας σφίγγει και δεν μας αφήνει να αναπνεύσουμε. Να ζήσουμε. Να χαρούμε. Η νομιμότητα, μας στερεί την ελευθερία μας και για αυτό τη ζωή μας.
Να δώσουμε λοιπόν τα χρήματα στους βουλευτές. Όλων των κομμάτων και όλων των αποχρώσεων. Ή διαφορετικά, να αμφισβητήσουμε τις αποφάσεις τους, να απαιτήσουμε να αποφασίζουμε εμείς για τις ζωές μας (και όχι οι εκπρόσωποί μας) και να θέσουμε άμεσα νέους κανόνες διακυβέρνησης και επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων. Χωρίς καμία σχέση με το νομοθετικό πλαίσιο που τα κοινοβουλευτικά αφεντικά έχουν ψηφίσει. Σίγουρα, δεν θα είμαστε νόμιμοι…
γράφει η Δηιδάμεια
[1] Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς Θα πει κανείς ότι είναι νόμιμο με βάση το Ζ΄ Ψήφισμα της Βουλής του 1975. Είναι νόμιμο, αλλά είναι και ανήθικο. Είναι νόμιμο, αλλά είναι και προκλητικό. Είναι σε ευθεία αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
[2] Δημοκρατική Αριστερά: “Την ώρα που η κοινωνία, στη μεγάλη της πλειονότητα, χειμάζεται, είναι λυπηρό πρώην βουλευτές να διεκδικούν από το ελληνικό δημόσιο καταβολή αναδρομικών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Οφείλουν να αντιληφθούν ότι με την ενέργειά τους αυτή ενισχύουν ακόμη περισσότερο την εικόνα απαξίωσης της πολιτικής. Κάθε τέτοια διεκδίκηση από την πλευρά των πρώην βουλευτών είναι απαράδεκτη και προσβλητική για την κοινωνία”.
[3] Απαράδεκτη και προκλητική για το λαό δεν είναι μόνο η απαίτηση για αυξήσεις και αναδρομικά στις βουλευτικές συντάξεις, αλλά και η ίδια η ύπαρξη των βουλευτικών συντάξεων, που το ΚΚΕ με επιμονή θέτει ζήτημα κατάργησής τους και οι βουλευτές να ασφαλίζονται από τα ασφαλιστικά τους ταμεία. Τα άλλα κόμματα κωφεύουν, παρά και ενάντια σε όσα υποκριτικά λένε.
από το economist
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου