Η ζωή κυμάτιζε διαφορετική στο Κολωνάκι και στη... Σταδίου, διαφορετική στην Αθηνάς και στην Ευριπίδου, μερικές εκατοντάδες μέτρα παρακάτω. Στο Κολωνάκι σαν να μη συμβαίνει τίποτε· το έμπειρο μάτι όμως μπορεί να συγκρίνει με πέρσι: τα καφενεία είναι ήσυχα και δεν είναι φίσκα, η τελευταία Κυριακή για ψώνια θύμιζε Αύγουστο, οι χριστουγεννιάτικες μέρες είναι ήσυχες, σχεδόν θλιμμένες, ο κόσμος κινείται σιγαλόφωνα, διακριτικά, κομψά. Σαν να μη συμβαίνει τίποτε.
Στο Σύνταγμα δεν στήθηκε το μεγαλύτερο δέντρο της Ευρώπης, δεν άναψε καρουσέλ. Στην Ερμού παίζουν πλανόδιοι μουσικοί για να γεμίσουν το κενό και να θυμίσουν τα Χριστούγεννα των διαφημίσεων και των σχολικών βιβλίων, στερεοτυπικά χαρμόσυνα. Ακόμη και αυτή η στερεοτυπική εορταστικότητα, τα παράφωνα κάλαντα, οι ξέχειλες σακούλες με τα δώρα και τα περιττά, ο αμέριμνος καφές και το κονιάκ στα πεζοδρόμια, κι αυτή η στερεοτυπία χρειάζεται, σαν νοσταλγία γι’ αυτό που υπήρχε διαρκώς, χωρίς κανένα σημάδι διακοπής του. Μα διακόπηκε.
Από τη Σταδίου κάτι λείπει: η λάμψη, το χρήμα, το κέφι, η ψευδαίσθηση των εορτών, η βουή. Κλειστά μαγαζιά με πένθιμα «Ενοικιάζεται» και απειλητικά γκράφιτι στις κλειστές προσόψεις, ανοιχτά μαγαζιά με λιγοστούς ή καθόλου πελάτες, περαστικοί χωρίς σακούλες δώρων, περαστικοί συλλογισμένοι προσπερνούν βιαστικά, καρτερικοί ζητιάνοι, μια υπέρλαμπρη μπάντα τσιγγάνων από την Τρανσυλβανία φωτίζουν με τα χάλκινά τους τα Χαυτεία, με τραβούν σαν έντομο ηχοτροπικό. Είχα διψάσει για ήχο και φως ― και ευωδιά: ο Λουμίδης σκορπάει γενναιόδωρα αρώματα Σάντος και Κολομβίας.
Ο δρόμος σε τραβάει προς τα κάτω, φυσικά, αβίαστα. Κατηφορίζω, σκονισμένος από τη μελαγχολία της Σταδίου. Αθηνάς, Βαρβάκειος, Ευριπίδου. Αλλάζει η τονικότητα, ανεπαίσθητα μα σταθερά. Ξανακούω βουή άστεως: Η ζωή ξεχειλίζει στους δρόμους· μια ζωή ντεγκραντέ, που κυματίζει διαφορετική σε αισθήματα, μα πόσο διαφορετική μέσα σε μερικές εκατοντάδες μέτρα, από το Σύνταγμα ως την Κουμουνδούρου.
Πιπεριές αποξηραμένες και ξύλα κανέλας, όσπρια, σακιά, σαπούνι, αινιγματικά εμπορεύματα απ’ την Κίνα, αναπτήρες, ψαλίδια, φανοί θυέλλης, σ’ ένα σκοτεινό μαγαζάκι στον παράδρομο άδειο δυο γυναίκες φτιάχνουν πλεξούδες σκόρδα, 3 ευρώ τα 25, θυμίζει Κάιρο, Πειραιά και Ερμούπολη του ’60, και τα πρόσωπα είναι σκούρα, τα μάτια ολόμαυρα, οι λαλιές άλλες. Η πόλη είναι ντεγκραντέ. Εδώ ξεθωριάζει η θλίψη του αστού, τονίζεται η ζωτικότητα του ενστίκτου, η επιβίωση.
Λεπτή ψύχρα μεσογειακή. Στεκόμαστε σ’ ένα μπαλκόνι art deco πλάι στην πλατεία Κουμουνδούρου και σιγοπίνουμε προσέκο παγωμένο. Στις απέναντι πολυκατοικίες μια άλλη ζωή ξεχύνεται ορμητική, σαν άγρια βλάστηση: δορυφορικά πιάτα, απλωμένες μπουγάδες, ποδήλατα στα μπαλκόνια, ένα παράθυρο καδράρει μια μητέρα που κούρευε τον γιο της. Η ζωή ξεχείλιζε απ’ τα φωτεινά παράθυρα, χωρίς γιρλάντες, χωρίς γκυ χριστουγεννιάτικα και φωτάκια LED. Σκέτη ζωή.
Τι λέτε, να μείνω ή να φύγω; Ο τριαντατριάχρονος συνομιλητής με αιφνιδιάζει· απαντάω αυθορμήτως: Να φύγεις! Έχεις καλή πρόταση για να φύγεις έξω; Πρόταση επιβίωσης, όχι σπουδαία πράγματα. Αισθάνομαι ότι εδώ θα συμβούν πολύ ενδιαφέροντα πράγματα, οπότε λέω γιατί να φύγω, αν θα πετύχω απλώς μια επιβίωση; Κι εδώ θα επιβιώσουμε…
Σκούροι Ανατολίτες περνούν από κάτω, σηκώνουν το βλέμμα, κοιτούν διερευνητικά, βρισκόμαστε στη γειτονιά τους.
Η Αθήνα είναι συναρπαστική… Όλα μπορούν να συμβούν, ο αέρας έχει ηλεκτρισμό, κάτι συμβαίνει… Η οικοδέσποινα του προσέκο έχει εργαστεί πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη και στο φιλόδοξο Βερολίνο της επανένωσης. Τίποτε δεν συμβαίνει πια στο Βερολίνο, λέει. Τον καιρό που πολλοί ετοιμάζονται να φύγουν, κάποιοι άλλοι επιστρέφουν, χορτάτοι από άλλες πόλεις, από εμπειρίες. Γυρνούν στην αβεβαιότητα, επιλέγουν το μεταίχμιο, τον ηλεκτρισμό, το ρίσκο των αλλαγών. Αντλώ από την αισιοδοξία και τη ζωτικότητά τους.
Αφήνομαι πάλι στο ντεγκραντέ της ζωής, στην πόλη. Ανάβαση, τώρα. Στο σταυροδρόμι κοιτάω τα οδόσημα. Το ένα μνημονεύει την αρχαία ποιήτρια Κόριννα από την Τανάγρα. Η άλλη οδός είναι αφιερωμένη στον Επίκουρο, ταιριαστός πολύ με το ρευστό παρόν, παρηγορητικός: «Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος· και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον».
από το βλέμμα
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου