Μια αληθινή ιστορία, αν δεν βαριέστε διαβάστε τη, θα προσπαθήσω να είμαι περιεκτικός.
Πριν 20 χρόνια είχα ένα φίλο ο οποίος δήλωνε hobo, γυρνούσε από δω και από κει κάνοντας δουλείες του ποδαριού αλλά τσίμπαγε και κανένα ψιλό από το γέρο του.
Στοχαστής της ζωής πίστευε πως ο άνθρωπος χρειαζόταν πολύ λιγότερα από όσα ήθελε να έχει.
Ήταν λάτρης της φύσης και της επιβίωσης, ένας survivor που θα ζήλευε και ο καλύτερος κομάντο. σε μερικά ταξίδια του που τον ακολούθησα, έμαθα πολλά.
Σε ένα από αυτά μου είχε πει πως είχε ένα φίλο στο Όρος τον οποίο είχε να δει 4 χρόνια, εξαιρετικό τύπο, ίδια φάση με μας (τουλάχιστον όσο τον ήξερε στη "έξω" ζωή).
Πήγαμε μέσα Γενάρη με το ημιφορτηγάκι του φίλου μου που ενίοτε του χρησίμευε και για τροχόσπιτο χωρίς να έχει την υποδομή για κάτι τέτοιο.
Όταν φθάσαμε στη Μονή, αναζητήσαμε το καλόγερο φίλο μας.
Ήταν στο ξυλουργείο.
Μπαίνοντας μέσα είδα ένα... τύπο γύρω στο 1,90 ύψος και 110 κιλά περίπου με φαρδιές πλάτες και τεράστια μπράτσα, να στριφογυρίζει πάνω από το κεφάλι του, προσπαθώντας να τη βάλει από την άλλη μεριά στη πλάνη, μια πόρτα ξύλινη, μοναστηριακή τουλάχιστον 100 κιλά.
Μας χαιρέτησε εγκάρδια αφήνοντας τη δουλειά που έκανε.
Περάσαμε μια καταπληκτική εβδομάδα μαθαίνοντας και βλέποντας πράγματα που δύσκολα βλέπεις.
Φύγαμε και εγώ ξαναγύρισα την επόμενη χρονιά μόνος μου αυτή τη φορά.
Εκεί ο καλόγερος με ρώτησε πως είναι τα πράγματα έξω.
Εκείνος μου εξέφρασε την επιθυμία του να αποχωρήσει από το Όρος ύστερα από 5 χρόνια μοναχισμού. Πίστευε πως εκπλήρωσε την αποστολή του.
Ύστερα από 1 χρόνο έλαβα προσκλητήριο γάμου του.
Είχε βρει μια παλιά παιδική του αγάπη που και αυτή είχε φύγει Ινδία, είχε μπλέξει εκεί και κάποια στιγμή γύρισε πίσω για να ξεφύγει και έγινε και αυτή μοναχή και έμαθε τη τέχνη της αγιογραφίας.
Και αυτή ως μοναχή ένιωσε κάποια στιγμή ότι εκπλήρωσε την αποστολή της και έφυγε από τη Μονή.
Ήταν μια ξανθιά με γαλαζοπράσινα μάτια γύρω στο 1,75 ύψος, λεπτή, καλλίγραμμη, αρκετά όμορφη.
Αυτό το ζευγάρι ήταν δάσκαλοι και οι δυο στο επάγγελμα και πιάσανε δουλειά ο ένας στο δημόσιο και ο άλλος στο ιδιωτικό.
Κάνουν παράλληλα και 4 παιδιά.
Ζούσαν σε ένα σπίτι 75τμ έξι άτομα. Υπήρχε πολλή αγάπη.
Τα πράγματα ακόμα και έτσι δεν ήταν εύκολα.
Τα χρήματα δεν επαρκούσαν.
Μια μέρα μου ανακοίνωσε πως η γυναίκα του έχει ένα παλιό σπίτι σε ένα κτήμα γύρω στα 10 στρέμματα στα Καμμένα Βούρλα.
Τι θα πας να κάνεις εκεί, του είπα.
Θα το παλέψω, εδώ έτσι κι αλλιώς δεν έχει μέλλον κανένα για μένα, έχω πέσει σε τέλμα, μου είπε.
Αυτό το τύπο είδα το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ύστερα από 10 χρόνια.
Το σπίτι που μένει είναι παλιό, πάνω από 150 ετών αλλά το έχει κάνει κουφέτο ο τύπος με πολύ προσωπική εργασία, μάστορας άλλωστε.
Είναι ίδιος σχεδόν όπως τότε που έφυγε και αυτός και η γυναίκα του αν και κάτι τις μεγαλύτεροι από μένα και τη γυναίκα μου.
Έχει βάλει τα κουνέλια του, τις κότες του, 2 κατσίκες και ένα γουρούνι που το εκτρέφει και το σφάζει κάθε Φλεβάρη για να κάνει ένα μέρος του παστό και το υπόλοιπο σε ένα καταψύκτη που έχει στο υπόγειο μαζί με μια βαρέλα κρασί δικό του, του αρέσουν τα καπνιστά κρασιά και είχε φτιάξει ένα αξιοπρεπές cabernet λίγο πιο δυνατό από όσο θα έπρεπε (χικ). Πιο δίπλα ένα υποτυπώδες αποστακτήριο και ένα βαρελάκι με τσίπουρο (χικ).
Στο ταβάνι κρεμόντουσαν μερικά λουκάνικα.
Από δουλειά ο, τι βρεθεί, βαψίματα, μερεμέτια, λίγο τα κουνέλια, η γυναίκα του δουλεύει στο σχολείο και κάνει κάποιες αγιογραφίες αλλά προέχουν οι δουλειές στο χωράφι. Τίποτα το σπουδαίο, ένας μπαξές με ζαρζαβατικά εποχής κάθε λογής, 6-7 πορτοκαλιές στη μια μεριά και καμιά δεκαριά ελιές στην άλλη, 2 λεμονιές, 2 συκιές, μια καρυδιά είναι αρκετά μου είπε. Οι γλάστρες με αρωματικά, χρωματιστά λουλούδια βρίσκονται διάσπαρτες γύρω από το σπίτι.
Τα κατάφερνε καλά και έχει μαζέψει και 12. 000 ευρώ στη τράπεζα για τα παιδιά, για μια ώρα ανάγκης.
Βοήθεια δεν έχουν από πουθενά. Είναι απολύτως μόνοι τους.
Κάτσαμε το βράδυ να φάμε.
Τα παιδιά καθόντουσαν φρόνιμα στο τραπέζι, ούτε ν'αρπάζουν πράγματα, ούτε να πειράζονται μεταξύ τους, μόνο μας κοίταγαν και γελούσαν χαριτωμένα.
Αν τα ρώταγες κάτι σου απαντούσαν με ευγένεια και χαμόγελο.
Η γυναίκα του είχε κάνει κουνελάκι στιφάδο και χοιρινό παστό με αυγά, η σαλάτα μαρουλάκι με κρεμμυδάκι φρέσκο, πιπερίτσες πράσινες-κόκκινες, είχε βγάλει και τυρί τουλουμίσιο με τη τρίχα από τη γίδα πάνω του.
Τα παιδιά έπιναν πορτοκαλάδα στιφτή. Το ψωμάκι ζυμωτό από την ίδια, το κρασάκι μας και το κέφι άναψε με τ'αστεία το φίλου μου. Τα παιδιά συμμετείχαν και αυτά γελώντας πιο πολύ με το γέλιο του παρά με τ'αστεία του.
Τον έβλεπα δίπλα μου έτσι περήφανο με το σαγόνι του λίγο πιο ψηλά, τη ξάστερη ματιά του, το λαμπερό του μέτωπο και μου φάνηκε πως έβλεπα ένα σύγχρονο Λεωνίδα που φυλάει τις δικές του Θερμοπύλες.
Και να σκεφτεί κανείς πως το άγαλμα του Λεωνίδα βρίσκεται μερικά χλμ παρακάτω (εννοείται ότι κορνάρω ρυθμικά και παρατεταμένα όποτε περνάω μπιπ-μπιπ, μπιιιπ, μπιπ-μπιπ, κάντε το και σεις, θα νιώσετε ωραία. Για όσους αρέσκονται σε αυτά φυσικά).
Στο τέλος του δείπνου, η γυναίκα του μας έβγαλε γλυκό του κουταλιού, συκαλάκι παραγεμισμένο με καρύδι, εξαιρετικό.
Αφού φάγαμε, ο φίλος μου μου πρότεινε να βγούμε στη βεράντα να τα πούμε.
Έβαλε ένα δίσκο στο πικαπ από μια τεράστια συλλογή που έχει σε τζαζ.
Τα παιδιά από ένα βιβλίο στο χέρι και στα κρεβάτια τους.
Οι γυναίκες είχαν πάει στο καθιστικό και κάτι έλεγαν χασκογελώντας.
Κάτσαμε κάτω από το ξάστερο ουρανό. Η απογευματινή βροχή είχε ποτίσει για τα καλά το χώμα και αυτό με τη σειρά του ανέδιδε όλες εκείνες τις γήινες ευωδιές.
Από μέσα ερχόταν η μελωδία του mack the knife.
Κάτι πήγα να πω και με σταμάτησε.
Άκου λίγο την ησυχία της φύσης γύρω σου, μου είπε και ανάβει τη πίπα της ειρήνης. . . .
Θέλει να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του εκεί. Είναι ευτυχισμένος εκεί, το βλέπω στο πρόσωπό του, έχει κάνει ειρήνη με τον εαυτό του και δεν μπορεί να τον πειράξει κανείς και τίποτα και έχει μια πολύ όμορφη οικογένεια. Δεν έχει σε καμία περίπτωση τις ανέσεις που έχω εγώ και αυτό φαίνεται παντού γύρω του. Δεν έχει τηλεόραση, δεν βλέπει άλλωστε. Τηλέφωνο έχει μόνο σταθερό. Έχει και ένα παλιό ντάτσουν (φαντάσου) αγροτικό που του χάρισε ένας γείτονας του.
Λείπουν και πολλά άλλα μα δεν τον νοιάζει, έχει ζήσει και τον ασκητισμό και ξέρει τη στέρηση.
Άλλωστε όπως μου δήλωσε, αισθάνεται πλέον ένα με τη φύση γύρω του.
Έχει εισχωρήσει βαθιά μέσα στα κύτταρα μου, τη νοιώθω στο αίμα μου, μου είπε.
Το πιο ασήμαντο, το τίποτα για μας, γι αυτον έχει αξία, του δίνει αξία.
Πολυμήχανος καθώς είναι εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα που του δίνεται και ανακαλύπτει χρησιμότητα εκεί που δεν υπάρχει.
Μου θυμίζει τον Κερουακ που στο βιβλίο του "στον δρόμο" περιγράφει πως βρήκε ένα μακό μπλουζάκι στα σκουπίδια το οποίο φορούσε για μια περίοδο και το είχε συνδέσει με διάφορες φάσεις της περιόδου αυτής όπου ήταν φτωχός και ασήμαντος και το ξαναθύμοταν σε ένα άλλο βιβλίο του το "μπιγκ σερ" αφού είχε γίνει πλέον γνωστός και πλούσιος όταν τσάκωσε τον εαυτό του να το φοράει τυχαία, σχολιάζοντας πόσο ματαιόδοξοι ήταν όλοι εκείνοι που αχαλίνωτα κατανάλωναν μόνο και μόνο για να κάνουν αγοραθεραπεία.
Τα παιδιά του έχουν μια τέτοια παιδεία που σε αφήνουν άναυδο με τις γνώσεις τους, τους τρόπους τους και το λέγειν τους.
Σημαντικό ρόλο σε αυτό έχει παίξει και η δεσποτική βιβλιοθήκη στο σαλόνι του σπιτιού με κάθε λογής βιβλία.
Η μητέρα τους, μια πραγματική Παναγία. Τα αγκαλιάζει και τα φροντίζει με περισσή στοργή και αγάπη.
Τη άλλη μέρα το πρωινό περιελάμβανε γάλα από τη κατσίκα, ζυμωτό ψωμί, βραστά αυγά και μέλι.
Φεύγοντας ο φίλος μου με φίλεψε λίγο παστό, μερικά αυγά, πιπεριές, ντομάτες, λεμόνια, ζυμωτό ψωμί, κρασί και τσίπουρο.
Ντράπηκα μέσα μου και σκέφτηκα να κάνω κίνηση, να βγάλω να δώσω κάτι στα παιδιά.
Εκείνη τη στιγμή βρέθηκε διπλά μου ο φύλακας άγγελος μου, η γυναίκα μου, για να μου χώσει μια από κείνες τις γνωστές τσιμπιές της προλαβαίνοντας το ατόπημα μου.
Τον κοίταξα στα μάτια άλλη μια φορά, με κοίταξε και αυτός με το ξάστερο βλέμμα του, το λαμπερό του μέτωπο, έτσι περήφανος όπως ήταν με το σαγόνι του πάντα λίγο πιο ψηλά χαμογελώντας με συγκατάβαση. Εκείνη τη στιγμή τον ζήλεψα.
Ένας πραγματικός λάτρης της ζωής, ένας γνήσιος αγωνιστής, περήφανος αγέρωχος, αμόλυντος, πραγματικός Λεωνίδας.
Αγκαλιαστήκαμε, χαιρετηθήκαμε και μπήκαμε στο αυτοκίνητο να φύγουμε.
Έτσι όπως τους κοίταζα από το καθρέφτη καθώς απομακρυνόμουν, όλη την οικογένεια παρατεταγμένη να μας χαιρετούν κουνώντας τα χέρια, μου φάνηκαν σαν την οικογένεια από "το μικρο σπίτι στο λιβάδι".
Έστριψα στο δρόμο προς Λαμία.
Εεεε, που πας από δω, μου λέει η γυναίκα μου.
Πάω να χαιρετήσω το Λεωνίδα, εδώ δίπλα είναι, της λέω.
Εσύ δεν πας καλά, μου απάντησε.
Μπιπ-μπιπ, μπιιιπ, μπιπ-μπιπ.
Καλώς ήρθατε
Ο φίλος μου ο Καλόγερος...
Tweet
Ετικέτες
αγοραθεραπεία,
αγωνιστής,
γέλιο,
καταναλωτισμός,
στοργή
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου