Τoυς έβλεπα τόσο καιρό, να επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους μέσα από την ύλη.
Ένα συνεχές 'θέλω' η ζωή τους.
Τους έβλεπα να χτίζουν τούβλα μόνιμα, για πρώτο σπίτι, για δεύτερο, για εξοχικό, κι εγώ τελείωνα το μισθό την πρώτη του μηνός, μόλις έδινα το νοίκι, χωρίς να ξέρω πως θα βγάλω το μήνα.
Τους έβλεπα να αλλάζουν αυτοκίνητο κάθε δύο χρόνια.
Κι εγώ μ`ένα σαραβαλάκι 15ετίας, που όμως έχει όνομα, ( "Μελίνα" τ`όνομά του).
Που ποτέ δεν με έχει προδώσει. Δώρο ενός αγαπημένου προσώπου, που έφυγε από την ζωή. Συναισθηματικό το δέσιμο μεταξύ εμένα και της "Μελίνας". Που ακόμη κι αν είχα χρήματα, δεν θα την πούλαγα για να πάρω κάποιο καινούριο. Θα έμενε παρκαρισμένη εκεί να μου θυμίζει... όσα ποτέ δεν θα ξεχάσω.
Τους έβλεπα να ντύνονται άψογα, να σχεδιάζουν τις διακοπές τους, κι εγώ στον δικό μου μικρόκοσμο, να είμαι ευτυχισμένη που άκουγα τα πουλάκια το πρωί, κι έβλεπα το ηλιοβασίλεμα το βράδυ.
Οι διακοπές για μένα να είναι μια απλή βαρκάδα με αγαπημένους φίλους, τρώγοντας ντομάτα και τυρί.
Αλλά τόσο πανευτυχείς που είμασταν γεροί και ζωντανοί.
Τους έβλεπα να ντύνονται με την τελευταία λέξη της μόδας, να ψωνίζουν τελευταίας τεχνολογίας κινητά στα παιδιά τους, κι εγώ έπρεπε να πείσω τα δικά μου, πως όλα αυτά ήταν χωρίς αξία.
Τούς έβλεπα να... είναι αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι, να μην έχουν ανοίξει ποτέ βιβλίο στην ζωή τους, κι όμως να είναι διευθυντάδες πάνω στην πλάτη μου, και να με απαξιώνουν σαν πολίτη δεύτερης κατηγορίας. Κι όμως ποτέ δεν τους ζήλεψα.
Γιατί ήμουν παρούσα στην ζωή κι ήταν απόντες.
Ονειρευόμουν άγρυπνη, κι αυτοί κοιμόντουσαν, έναν ύπνο δίχως όνειρα.
Μελετούσα, κι εκείνοι ήταν σε μια μόνιμη επαφή με τα "σκουπίδια" της τηλεόρασης.
Κοίταζα την ανθρώπινη αδικία στα μάτια, κι αυτοί κοίταζαν αλλού, να μην τους κόβει την όρεξη.
Ήμουν η παρείσακτη στα σχέδια τους.
Η φωνή της συνείδησης στην πώρωσή τους.
Η ανθρωπιά στην απανθρωπιά τους.
Ήμουν ένα απ' όλα αυτά, που όλοι αυτοί περιφρονούσαν.
Σίγουροι πως ήταν στην απέναντι όχθη.
Σίγουροι πως οι κακές μέρες θα ξημέρωναν πάντα για τους άλλους.
Σίγουροι πως στην άλλη μεριά της όχθης ζούσαν άνθρωποι που, "τα θέλανε και τα πάθανε".
Ήρθε όμως τώρα ο καιρός, να χάσουνε την βολή τους, και τα μεγάλα έσοδα.
Και τώρα ξαφνικά συναντήθηκαν οι δρόμοι μας.
Και τώρα τι;
Καιρός να συστηθούμε;
Ήρθατε στην αντίπερα όχθη με τους πολλούς, τους άλλους παρείσακτους αυτής της ζωής.
Εμείς μέναμε στη κόλαση απο πάντα.
Όσο για σας...
Καλώς ήρθατε.
απο τον Aaton
Καλώς ήρθατε
3 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
ΠΕΣΤΑ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ...
Είναι όλοι αυτοί που μας έλεγαν μαλάκες.....
Τώρα να δω τι θα κάνουν που ήρθαν στην πραγματικότητα...
Πολύ όμορφο άρθρο, βλέπω τον εαυτό μου σε όλα αυτά, τέτοια λόγια αγγίζουν λίγους γιαυτό και είναι όμορφα..
Πάρα πολύ καλό !!
Δημοσίευση σχολίου