Ως γνήσιος ελληνοαμερικανός, ο Γιώργος μοιάζει κατά κάποιον τρόπο με τα παιδιά μου. Γεννήθηκε στην Αμερική και μεγάλωσε με δύο γλώσσες. Αγγλική η πρώτη του γλώσσα, γλώσσα της μητέρας, ελληνική η δεύτερη, του πατέρα, όπως τα παιδιά μου. Και δύο νοητές πατρίδες. Την Αμερική, μητρόπολη και αυτοκρατορία, και τη μικρή πατρίδα του πατέρα, κάπου στον απέναντι ηλιόλουστο κόσμο της Ευρώπης. Αργά και πού, είμαι σίγουρος πως ο Γιώργος θα ρωτούσε τον πατέρα του γιατί ήρθε στην Αμερική. Όπως και τα παιδιά μου. Και εκείνος μάλλον θα του έλεγε πως η Αμερική έχει δουλειές και ευκαιρίες, είναι μια καλή χώρα, χωράνε εδώ πολλοί που έρχονται για διάφορους λόγους.
Στο σπίτι υποθέτω, θα υπήρχαν και δύο θρησκείες. Όπως και στο δικό μου. Η ελληνική ορθόδοξη με τους περίεργους βυζαντινούς ψαλμούς της, τα κεριά και τις αγιογραφίες της, και η άλλη, η ξένη, με τα προσωποποιημένα μηνύματα ηθικής, τα εκκλησιαστικά της όργανα, τα αγάλματα και τις απλοϊκές της λειτουργίες. Όπως και στη ζωή των παιδιών μου. Πιθανώς η μητέρα του Γιώργου, να ήταν πολύ πιο θρήσκοι από τον πατέρα του (όπως όλοι οι αγγλοσάξωνες), αλλά και κείνος υποθέτω, έστω και για λόγους αισθητικής και ιστορίας, θα τον κουβαλούσε πού και πού στην ελληνική εκκλησία. Θα ξέρει έτσι ο Γιώργος τι σημαίνει Πάσχα, θα έχει μυρίσει και το όμορφο λιβάνι.
Και δύο... συνειδησιακές κουλτούρες. Η αμερικανική με τα προτεσταντικά της συστατικά, και η ελληνική με τον ιστορικό συναισθηματισμό της. Η Αμερική με τον ορθολογισμό της, και η Ελλάδα με το μεσογειακό της ταμπεραμέντο. Και δύο είδη εθνικών εορτών, δύο Πάσχα, δύο επετείους επαναστάσεων, δύο εμφυλίους, δύο συστήματα ατομικισμού. Δύο κόσμοι δηλαδή, για τον Γιώργο. Όπως και για τα παιδιά μου.
Συχνά πυκνά, υποθέτω, ο Γιώργος θα πήγαινε και σε κάποιες ελληνικές γιορτές, με κλαρίνα, ντολμαδάκια, αυγοκομμένα φαγητά και γλυκά του κουταλιού που φτιάχνουν οι κυρίες. Και θα χόρευε εκεί με άλλα Ελληνόπουλα, το ίδιο όπως όλοι οι Ελληνοαμερικανοί, όπως και τα παιδιά μου. Και σε κάποιες γιορτές, θα συναντούσε τους φίλους του πατέρα που θα χόρευαν ζεϊμπέκικα, παίζοντας περίεργα βαλκανικά όργανα, που ήταν όσο όμορφα όσο και οι ηλεκτρικές ροκ κιθάρες. Τα ακούσματα του Γιώργου σίγουρα είναι μικτά. Όπως και των παιδιών μου.
Και όπως όλοι οι Ελληνοαμερικανοί, ο πατέρας του Γιώργου σίγουρα θα του μιλούσε για την Ιστορία της Ελλάδας, τους αρχαίους θεούς της και τους σύγχρονους πολέμους της. Όπως κάνω και εγώ με τα παιδιά μου. Και θα ρωτούσε ο Γιώργος, όπως ρωτάνε όλοι οι ελληνοαμερικανοί, αν μισεί ο πατέρας του την Τουρκία, παίρνοντας αρνητική απάντηση, όπως και τα παιδιά μου. Και θα ζούσε με διάφορους ανθρώπους, παιδιά άλλων θεών, πολιτισμών και χρωμάτων, με μουσουλμάνους και Αϊτινούς, με Κινέζους και εμιγκρέδες με περίεργα ονόματα και ενδυμασίες. Στο σχολείο, στη γειτονιά, στην εργασία. Όπως βέβαια και τα παιδιά μου.
Και θα περνούσε τα καλοκαίρια του στην Ελλάδα, με τον παππού και τη γιαγιά, που πάντα είχαν κάτι έξτρα να τον κεράσουν, νοιώθοντας πως βρίσκεται σε έναν μυθικό ηλιόλουστο παράδεισο με πρασινογάλανα νερά, ατέλειωτες λιχουδιές, βόλτες στις παραλίες, και φεγγαράδες την νύχτα. Η παιδική και εφηβική θητεία στην Ελλάδα, είναι για τους Ελληνοαμερικανούς το στοιχείο που καθορίζει τον Ελληνισμό τους. Ανάμεσα στις βόλτες και τις παρέες, ανακατεύονται και οι επισκέψεις στα αρχαία μνημεία, τα σύγχρονα μουσεία της Ελλάδας, η επίσκεψη στους Δελφούς και άλλες ερειπωμένες πόλεις, οι αρχαίες τραγωδίες του Ηρώδειου, τα μικρά χωριουδάκια των βουνών, πνιγμένα στις κληματαριές, τον ασβέστη και τα νυχτολούλουδα, οι μουσικές συναυλίες του καλοκαιριού, σίγουρα και κάποιοι έρωτες. Και χτίζεται εκεί, η νοητή Ελλάδα. Ακριβώς όπως και στα παιδιά μου.
Τελευταία, βλέπω τον Γιώργο σκεφτικό. Είναι ό,τι φοβάμαι περισσότερο για τα παιδιά μου. Στον διχαστικό συναισθηματικό διπολισμό που δημιουργεί η βίωση δύο διαφορετικών πολιτισμών, η όμορφη και ηλιόλουστη πατρίδα του πατέρα, που τόσο γλυκά χτίστηκε μέσα από αναμνήσεις, επισκέψεις, βόλτες και εμπειρίες στην Ελλάδα, η συνειδησιακή διάσταση της μισής του ύπαρξης, αποδομείται θλιβερά και παίρνει αργά την αληθινή της θέση στον πραγματικό κόσμο του σήμερα.
Ο τελευταίος πολιτισμός που βιώνει η πατρίδα του πατέρα, απέχει πολύ από εκείνον του Περικλή, του Μεγαλέξανδρου και του Παλαιολόγου. Ο τέταρτος ιστορικός πολιτισμός των Ελλήνων, γεννημένος μετά την Τουρκοκρατία, δυτικόστροφος και μεταπρατικός, προβάλει τώρα το άσχημο και τερατώδες πρόσωπό του. Η Διαφθορά (υπήρξε άραγε τέτοια αρχαία ελληνική Θεά;) χλευάζει τώρα τις εξιδανικευμένες αναμνήσεις, βουλιάζοντας και αποδομώντας την πατρίδα του πατέρα...
από Locus Publicus - Editorium
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου