Ήταν μια ιστορία που μου την είπε ο παππούς και που πάντα την θυμάμαι. Θα ήθελα να σας την διηγηθώ αν μου επιτρέπετε..
Ήταν ένα αντρόγυνο, δύο γεροντάκια, σκυφτά από το βάρος των χρόνων κι από τους πόνους. Περπατούσαν στο σκοτεινό δρόμο, ανηφορίζοντας προς την πλατεία.
Χτύπησαν δειλά την πόρτα ενός σπιτιού στην άκρη του χωριού. Εκεί έμενε ένας παπάς εξομολόγος και αυτόν πήγαν να δουν. Τους έμπασε μέσα καλοσωρίζοντάς τους ήρεμα και απλά. Μπήκαν σκουπίζοντας τα πόδια στο χαλάκι έξω από την πόρτα..
-Πες τε μου, τι μπορώ να κάνω για σας, είπε καλοσυνάτα ο ιερέας.
Μετά από κάποιο δισταγμό, και μη μπορώντας ο γέροντας να μιλήσει από το κλάμα, μίλησε η ηλικιωμένη γυναίκα.
-Πάτερ, ήρθαμε γιατί κάναμε μια πολύ μεγάλη αμαρτία, έχουμε τύψεις, δεν το χωράει η ψυχή μας το κακό που κάναμε, είπε με συντριβή η γυναίκα, ενώ δίπλα της ο γέροντας έκλαιγε σιωπηλά όλη την ώρα.
Απόρησε ο παπάς. Συνήθως τις... μεγάλες αμαρτίες τις κάνουμε νέοι, τότε που είμαστε ανέμελοι, περίεργοι, γεμάτοι πάθος για ζωή και μικρή πείρα. Δυο άνθρωποι σε τέτοια ηλικία, τι μεγάλη αμαρτία άραγε θα μπορούσαν να κάνουν; Από τις σκέψεις του τον έβγαλε η γυναίκα, που συνέχισε..
-Κάναμε κάποτε ένα παιδί. Μα δεν μας αξίωσε ο Θεός να το χαρούμε. Μας το πήρε αγέννητο. Προσπαθήσαμε άλλες δύο φορές, τα ίδια, απέλαβα ξανά. Στην τελευταία μας προσπάθεια, μας χάρισε ένα αγόρι, έζησε και ήταν γερό.
Όλη μας η φροντίδα και αγάπη, έπεσε πάνω σ' αυτό το παιδί. Κάναμε τα πάντα μη μας πάθει κακό, στερηθήκαμε τα πάντα να μεγαλώσει, και μετά ξανά πάλι στερήσεις να σπουδάσει. Σπούδασε, έγινε γιατρός, χειρούργος, και πολύ καλός μάλιστα..άρχισε να βγάζει πάρα πολλά χρήματα. Έφυγε από το φτωχόσπιτό μας το πατρικό, και αγόρασε μια έπαυλη. Εμείς το βλέπαμε και καμαρώναμε, χαιρόμασταν για την προκοπή του και για τα αγαθά που απόκτησε, που δεν ζούσε στην μιζέρια και τη φτώχεια, όπως εμείς όλα μας τα χρόνια. Πηγαίναμε, τον επισκεπτόμασταν, ερχόταν κι εκείνος μας έβλεπε τακτικά..
-Όλα όσα μου λέτε, είναι ωραία και καλά, ποιο είναι το πρόβλημά σας, πέστε μου γιατί δεν βλέπω τον λόγο που κλαίτε με τόσο πόνο τόση ώρα εσείς και ο σύζυγός σας, δεν βλέπω να κάνατε κάτι κακό.
-Πάτερ, όλα ήταν όμορφα, μέχρι που γνώρισε μια κοπέλα πλούσια, αυτές που λένε "της ψηλής κοινωνίας, από τζάκι". Δεν καταδεχόταν να μπει στο φτωχικό μας. Και δεν έφτανε αυτό, δεν άφηνε και το παιδί μας να έρχεται. Κάθε φορά που ερχόταν, κατόπιν είχε φασαρίες σαν γυρνούσε στο σπίτι του.
Εμείς κάναμε πίσω, μη θέλοντας να είμαστε η αφορμή να μαλώνουν, δεν το θέλαμε. Αφού αυτήν διάλεξε, ας τα έχει καλά μαζί της, εμείς έχουμε λέγαμε ο ένας τον άλλο, και τα χρόνια μας λίγα, ας μην γινόμαστε βάρος στα νέα παιδιά.
Κάποτε, ήρθε η γιορτή του, ήταν του Άι Σπυρίδωνα, Σπύρο τον λένε το παιδί μας πάτερ.. και έβαλε ξανά τα κλάματα με αναφιλητά.
Ο ιερέας άρχισε να διαισθάνεται κάτι πολύ δυσάρεστο στην ατμόσφαιρα, ένοιωσε πως θα ακούσει κάτι το πολύ βαρύ, μα δεν μπορούσε να φανταστεί τι..
Μόλις ηρέμησε κάπως η ηλικιωμένη γυναίκα, συνέχισε.
-Είπαμε με τον πατέρα του, ας πάρουμε λίγα κουλουράκια που έφτιαξα και που τόσο πολύ αγαπούσε, και ας πάμε να τον επισκεφτούμε για λίγη ωρίτσα και να του ευχηθούμε στη γιορτή του. Είχαμε μήνες να τον δούμε βλέπεις, και είπαμε, ευκαιρία είναι, ας πάμε.
Μόλις φτάσαμε, χτυπήσαμε το κουδούνι και περιμέναμε να μας ανοίξουν.
Άνοιξε η γυναίκα του, μα μόλις μας είδε, αντί να πει έστω και μια καλησπέρα, μας είπε 'περιμένετε μια στιγμή' κλείνοντας μας καταπρόσωπο πάλι την πόρτα.
Δεν το κάναμε θέμα, είπαμε, ας είναι, νέα είναι, άπειρη, σιγά-σιγά ίσως αλλάξει.
Μετά από λίγο άνοιξε πάλι η πόρτα, ήταν ο γιος μας.
-"Μητέρα; πατέρα;" μας είπε, "δεν σας περίμενα.."
Παιδί μου, γονείς σου είμαστε, το παιδί μας γιορτάζει, τι να μας περίμενες; είπαμε να έρθουμε μισή ωρίτσα απλά να σε δούμε και να σου ευχηθούμε. Να, σου έφερα και κουλουράκια που σ' αρέσουνε, και..
Και έκανα να του τα δώσω, έξω εκεί στην πόρτα, μα με σταμάτησε..
-"Ξέρετε, σήμερα έχω κόσμο και περιμένω καλεσμένους, κάποιους συναδέλφους.. ελάτε μια άλλη φορά, αντίο, τα λέμε.." και μας έκλεισε κι εκείνος την πόρτα..
Ο πατέρας του δεν άντεξε, κάθισε στα σκαλιά, και άρχισε να κλαίει, τον πήρε το παράπονο παπά μου.. άνθρωπος είναι, λύγισε..
-Να μην μας βάλει στο σπίτι του; το ίδιο μας το μοναχοπαίδι; τι του κάναμε; γιατί δεν έχουν αξία η μάννα και ο πατέρας που τον ανάθρεψαν τόσα χρόνια, που με στερήσεις τον σπούδασαν, και τώρα μας κλείνει την πόρτα σαν να 'μαστε δυο ξένοι;
Τότε βγήκε πάλι ο γιος μας, που φαίνεται μας άκουσε, και με απότομο τρόπο έπιασε τον γέροντα πατέρα του από το μπράτσο, σπρώχνοντάς τον βίαια και λέγοντας με υψωμένο τόνο, "πάτε να με ρεζιλέψετε στους καλεσμένους και στην γυναίκα μου και μυξοκλαίτε σαν μωρά στις σκάλες; φύγετε σας παρακαλώ.." και έσπρωχνε τον πατέρα του και μένα να κατέβουμε τις σκάλες.
-Τότε πάτερ μου, έγινε το κακό..
Γύρισε ο πατέρας του, και του είπε με πίκρα και απογοήτευση, "Τα χέρια αυτά, που έφτασαν να σπρώχνουν διώχνοντας πατέρα και μάννα σαν σκυλιά, δεν είναι ευλογημένα. Να ξεραθούνε"..
Το βράδυ εκείνο, ο γιος μας έπαθε κάτι σαν εγκεφαλικό, και τα χέρια του είναι πλέον παράλυτα τελείως.. πάτερ μου, τι έγκλημα κάναμε;
Τότε μόνο κατάλαβε πλέον ο ιερέας το δράμα που περνούσαν, τον πόνο της ψυχής τους, τότε μπόρεσε και ένοιωσε το βάρος του σταυρού που κουβαλούσαν...
...Γονείς, προσέχετε, μην καταριέστε, μόνο να εύχεστε..!
από Aatons
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου