Μέχρι τώρα η ελληνική πολιτική σκέψη είχε ένα δομικό άξονα πάνω στον οποίο έχτιζε το κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα: Το κράτος και δη το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος. Αυτό υπήρξε το απόλυτο εργαλείο για την επίτευξη μιας σειράς στόχων, κάτι που το νομιμοποίησε ιδεολογικά -και ίσως να το θεοποίησε- σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Τέτοιοι στόχοι ήταν αναπτυξιακοί (η Ελλάδα μετά τον πόλεμο χρειαζόταν μεγάλες επενδύσεις, που μόνο το δημόσιο μπορούσε να κάνει με κοινωνικά αποδεκτούς όρους), αλλά και πολιτικοί: η χώρα βγήκε από ένα εμφύλιο στον οποίο διακυβεύτηκε ακόμη και η εθνική της ακεραιότητα. Η δεξιά χρειαζόταν ένα πανίσχυρο κράτος για να επιβάλλει στην κοινωνία το νικηφόρο αποτέλεσμα που επέτυχε το 1949.
Το κράτος, και δη το... συγκεντρωτικό κράτος, ως μηχανισμός διευθέτησης των κοινωνικών πραγμάτων εμπότισε βαθιά το ιδεολογικό κόρπους όλων των παρατάξεων, έστω και για διαφορετικούς λόγους. Η ελληνική κοινωνία είναι μπολιασμένη από άκρατο κρατικισμό. Αυτό δεν φαίνεται μόνο από την επίκληση του πανταχού παρόντος Θεού σε κάθε νόσο («Μα, που είναι το κράτος;») αλλά και από το γεγονός ότι κάθε προσπάθεια αποκέντρωσής του αντιμετωπίζεται με βαθιά καχυποψία. Δεν μιλάμε μόνο για την αγορά, την οποία η κυρίαρχη αριστερή ιδεολογία απονομιμοποίησε εντελώς. Πρέπει να διακρίνουμε ότι προβλήματα ιδεολογικής νομιμοποίησης έχουν όλοι οι μηχανισμοί που δεν έχουν αναφορά στην κλασική κρατική ιεραρχία. Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις θεωρούνται κάτι σε εργαλείο του Σατανά, οι ανεξάρτητες αρχές θεώνται με μισό μάτι, η Τοπική Αυτοδιοίκηση θεωρείται εκτροφείο σκανδάλων και παρά το γεγονός ότι όλοι ομνύουν στην ανεξαρτησία των Πανεπιστημίων, άπαντες κρατούν μικρό καλάθι. Η αποκέντρωση λειτουργιών του κράτους (έστω και σε εκτός της αγοράς κοινωνικούς μηχανισμούς) είναι περισσότερο μια ευσεβής συνθηματολογία, παρά ένας επεξεργασμένος στόχος.
Για παράδειγμα, δεν υπάρχει επεξεργασμένο σχέδιο για τη λειτουργία των αυτοδιοίκητων ΑΕΙ. Τι θα γίνει την περίοδο της πρώτης διαφθοράς; Κάθε φορά που αποκεντρώνεται μια λειτουργία του κράτους και μέχρι να ανδρωθούν τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου, δημιουργείται ένα κενό που διάφοροι επιτήδειοι εκμεταλλεύονται. Αυτό έγινε με την Τοπική Αυτοδιοίκηση (με κίνδυνο να απαξιωθεί εντελώς), το ίδιο θα γίνει αν και όποτε περάσουμε στην αυτονομία των ΑΕΙ. Πως θα διαχειριστούμε φαινόμενα νεποτισμού τα οποία αν και υπάρχουν σήμερα στα ελληνικά ΑΕΙ θα διογκωθούν κατά το στάδιο μετάβασης αρμοδιοτήτων στα όργανα των πανεπιστημίων; Ή, τι θα γίνει αν ένα αυτοδιοίκητο Πανεπιστήμιο χρεοκοπήσει -όχι μόνο οικονομικά, αλλά αν δεν το προτιμούν οι υποψήφιοι;
Η απουσία σχεδίου αποκέντρωσης δεν οφείλεται μόνο στο έλλειμμα πραγματικού πολιτικού διαλόγου στη χώρα, αλλά στο γεγονός ότι στο πίσω μέρος του μυαλού μας βρίσκεται πάντα η κρατική παρέμβαση. Είμαστε σίγουροι ότι το κράτος θα αναπληρώσει τα όποια οικονομικά, ή διαχειριστικά ελλείμματα που θα δημιουργηθούν, αδιαφορώντας όμως ταυτόχρονα για το γεγονός ότι το κράτος θα συνεχίσει να ελέγχει. Η αποκέντρωση είναι απλώς ένα βολικό σύνθημα και όχι πραγματικός πολιτικός ή κοινωνικός στόχος. Σε κάθε συζήτηση, για κάθε μέτρο αποκέντρωσης, η βασική αντίρρηση είναι πάντα «τι θα γίνει αν ο αποκεντρωμένος μηχανισμός αυτονομηθεί...»
Το κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα της χώρας είναι αρθρωμένο γύρω από το μεγάλο και συγκεντρωτικό κράτος. Είναι μια μαύρη τρύπα στη χώρα που απομυζά πόρους, ανθρώπους, παραγωγικές δομές. Με τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που έχει στρεβλώνει και τον πολιτικό και ιδεολογικό διάλογο στη χώρα. Η αγορά των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και ο «διάλογος» που φιλοξενεί ή προωθεί είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αυτής της στρέβλωσης. Παραφράζοντας τον Τόμας Κουν (στο δοκίμιό του «Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων» εκδ. «Σύγχρονα Θέματα») αυτή είναι η «φυσιολογική ιδεολογία» (κατά το «φυσιολογική επιστήμη»): το κράτος οφείλει και μπορεί να διευθετεί τα πάντα. Δεν τολμάμε καν να σκεφτούμε ότι κάποια πράγματα μπορούν να λειτουργούν -έστω με συγκρούσεις και προβλήματα- εκτός ελέγχου του.
Μόνο που το κυρίαρχο παράδειγμα παρουσιάζει πλέον ρωγμές, ή κατά Κουν «ανωμαλίες». Γίνεται ευρέως αντιληπτό ότι το κράτος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα (το «αν πρέπει ή δεν πρέπει», δεν τολμάμε ακόμη να το σκεφτούμε). Το οικονομικό πλεόνασμα που σκέπαζε τις αντιφάσεις του συστήματος έπαψε πλέον να υπάρχει. Σε περιόδους οικονομικής ευημερίας μπορεί να μην λυνόταν τα προβλήματα, αλλά επιδοτούνταν η διαιώνιση των αντιφάσεων του συστήματος. Σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας αυτές οι αντιφάσεις γίνονται εκρηκτικές. Και στο επίπεδο των λαϊκών απαιτήσεων, αλλά αντικρουόμενων μεγάλων συμφερόντων που μέχρι τώρα συντηρούνταν και μεγεθύνονταν από την κρατική δίαιτα.
Κατά τον Τόμας Κουν: «οι επιστημονικές επαναστάσεις αρχίζουν με μια προοδευτικά αυξανόμενη αίσθηση, συχνά περιορισμένη σε μια ελάχιστη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας, ότι ένα υπάρχον Παράδειγμα δεν είναι πια σε θέση να λειτουργήσει ικανοποιητικά στην έρευνα μιας πλευράς της φύσης –όπου αυτό το ίδιο το Παράδειγμα είχε στο παρελθόν οδηγήσει».
Κατά τον ίδιο τρόπο στην ελληνική ιντελιγκέντσια άρχισε να διογκώνεται η αίσθηση ότι το κρατικοπαρεμβατικό μοντέλο δεν είναι πλέον σε θέση να λύσει προβλήματα. Οι διαρκείς αποτυχίες του κράτους σε διάφορους τομείς («ανωμαλίες στο κυρίαρχο Παράδειγμα» κατά την ορολογία του Κουν) δημιουργούν την ανάγκη πρώτα της προσαρμογής του Παραδείγματος στα νέα δεδομένα, και τελικά στην υιοθέτηση ενός νέου Παραδείγματος που θα απαντά στις νέες προκλήσεις.
Αυτές οι «ανωμαλίες» κατά την πρώτη περίοδο «διορθωνόταν» στο ιδεολογικό επίπεδο, όπως «διορθώνονται» οι ανωμαλίες στα κυρίαρχα κατά Κουν επιστημονικά Παραδείγματα. Χωρίς να πειραχτεί ο πυρήνας του «Παραδείγματος». Κατ’ ουσία προσαρμόζεται η πραγματικότητα στην θεωρητική κατασκευή, δημιουργώντας πολλές φορές εξόφθαλμα θεωρητικά τερατουργήματα. Έτσι όταν η παρατήρηση διέψευσε την απόλυτη κυκλικότητα στην τροχιά των πλανητών (κατά την Πτολεμαϊκή θεωρία) εφευρέθηκαν οι υποτροχιές, οι οποίες επίσης ήταν απόλυτα κυκλικές. Έτσι μπορεί να βλέπαμε τους πλανήτες να κινούνται εκτός του τέλειου κύκλου αλλά ο πυρήνας της κυκλικότητας διασώθηκε επί εκατονταετίες με τις περίεργες (αλλά πάντως κυκλικές) υποτροχιές. Κατά τον ίδιο τρόπο, ελλείψει άλλου συνεκτικού ιδεολογικού παραδείγματος, εφευρίσκονται διάφορες υποτροχιές για να αιτιολογήσουν τις αποτυχίες του συγκεντρωτικού κράτους. Μια από αυτές είναι το μεταφυσικό ιδεολόγημα του απόλυτα ηθικού δημόσιου λειτουργού. Κατά την κοινή αντίληψη το κράτος λειτουργεί τέλεια, αλλά δεν το επιτρέπουν οι πολιτικοί που θέλουν να επανεκλεγούν και οι δημόσιοι υπάλληλοι που θέλουν να πλουτίσουν. Αν όμως υπήρχαν 10.000 πολιτικοί -που δεν σκεφτόταν το πολιτικό κόστος- και 1.000.000 ανιδιοτελείς δημόσιοι υπάλληλοι, θα ζούσαμε τον παράδεισο. Άρα δεν υπάρχει πρόβλημα στο κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα, οι άνθρωποι είναι ατελείς. Ή έστω αυτοί που κυβερνάνε τώρα...
Έτσι ακριβώς εξελέγη η Νέα Δημοκρατία το 2004. Ο χώρος της δεξιάς δεν είχε την απαιτούμενη ιδεολογική συγκρότηση να αμφισβητήσει το κυρίαρχο παράδειγμα, πόνταρε όμως στις ανωμαλίες του. Υποσχέθηκε την νεφελώδη επανίδρυση του κράτους, δηλαδή την «ηθικοποίησή» του. Υποσχέθηκε δηλαδή περισσότερες και πιο κυκλικές υποτροχιές. Η δεξιά στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ φιλελεύθερη, πολύ δε μάλλον νεοφιλελεύθερη. Σήμερα μάλιστα είναι πολύ πιο κρατικοπατερναλιστική από την κεντροαριστερά, στην οποία τουλάχιστον γίνονται συζητήσεις για την αποκέντρωση του κράτους. Απόδειξη ότι ακόμη κι αποσπασματικά βήματα για την αποκέντρωση του κράτους που έγιναν επί ΠΑΣΟΚ -όπως είναι η ουσιαστική αυτονομία των Ανεξάρτητων Αρχών- καταργήθηκαν, και η λειψή ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης έγινε ακόμη πιο λειψή με μέτρα όπως η κατάργηση του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων. Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι από τη Νέα Δημοκρατία αποπέμφθηκαν τα κορυφαία φιλελεύθερα στελέχη της, τα οποία το ΠΑΣΟΚ (παρά το γεγονός ότι η κίνηση χαρακτηρίστηκε άγαρμπη και είχε πολιτικό κόστος) επιχείρησε να τ’ αγκαλιάσει.
Η προδιαγεγραμμένη αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας να «ηθικοποιήσει» το κράτος, ώστε να λειτουργήσει, είναι ένας από τους λόγους που οδηγούν το ιδεολογικό σύστημα σε κρίση. Το κράτος ήταν κακό όταν κυβερνούσαν οι «ανήθικοι πράσινοι» και γίνεται χειρότερο τις ημέρες των «ηθικών γαλάζιων». Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι προηγούμενες εξηγήσεις και τα ιδεολογικά μπαλώματα δεν επαρκούν.
Κατά τον Τόμας Κουν: «όταν μια ανωμαλία φτάσει να φαίνεται όχι πια ένας απλός γρίφος της φυσιολογικής επιστήμης, η μετάβαση στην κρίση και στην "ιδιόρρυθμη επιστήμη" έχει ξεκινήσει. Η ίδια η ανωμαλία καταλήγει να αναγνωρίζεται από όλο και περισσότερα μέλη του κλάδου και να της δίνεται μεγαλύτερη προσοχή... Οι αρχικές προσεγγίσεις του προβλήματος ακολουθούν αρκετά πιστά τους κανόνες του Παραδείγματος. Αλλά με την συνεχιζόμενη αντίσταση (σ.σ. για την επίλυση των αντιφάσεων), όλο και περισσότερες επιθέσεις στο πρόβλημα προϋποθέτουν κάποια δευτερεύουσα ή όχι και τόσο δευτερεύουσα αναδιάρθρωση του Παραδείγματος... Μέσα από τον πολλαπλασιασμό των διαφορετικών αναδιαρθρώσεων (που όλο και πιο συχνά καταλήγουν σε ad hoc προσαρμογές), οι κανόνες της φυσιολογικής επιστήμης γίνονται προοδευτικά συγχεχυμένοι. Αν και εξακολουθεί να υπάρχει ένα Παράδειγμα, ελάχιστοι ερευνητές συμφωνούν πλήρως στο ποιο είναι αυτό το Παράδειγμα. Ακόμη και καθιερωμένες τοπικές λύσεις προβλημάτων φτάνουν για να αμφισβητούνται». Είναι η εποχή που κατά τον Άλμπερτ Αϊνστάιν «έχει αποτραβηχτεί το έδαφος κάτω από τα πόδια του καθενός και να μην φαίνεται πουθενά μια σταθερή αρχή στην οποία μπορεί κανείς να οικοδομήσει οτιδήποτε».
Σ’ αυτή τη φάση της «ιδιόρρυθμης ιδεολογίας» βρίσκεται σήμερα η χώρα. Αν και εξακολουθεί να υπάρχει το κυρίαρχο ιδεολογικό Παράδειγμα, η αποτυχία του να απαντήσει στις σύγχρονες προκλήσεις θολώνουν την εικόνα του. Το μεγάλο κράτος δεν είναι επαρκής απάντηση και γι’ αυτό αρχίζει η μερική αναδιάρθρωση του Παραδείγματος. Για παράδειγμα η σταδιακή παραχώρηση κρατικών δραστηριοτήτων στην ιδιωτική πρωτοβουλία, οι μετοχοποιήσεις κ.λπ. έγιναν στα πλαίσια του κυρίαρχου Παραδείγματος: είχαν στόχο να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητα του κράτους, όχι να αλλάξουν το τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων.
Με τον καιρό όμως αυτές οι δευτερεύουσες προσαρμογές διαβρώνουν το κυρίαρχο ιδεολογικό παράδειγμα. Αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο θεάται το κράτος. «Οι κανόνες της "φυσιολογικής ιδεολογίας" γίνονται προοδευτικά συγχεχυμένοι», θα έγραφε ο Κουν.
Καμιά προγραμματική δέσμευση δεν μοιάζει επαρκής: οι εξαγγελίες με βάση το κυρίαρχο Παράδειγμα φαίνονται παρωχημένες, και οι εξαγγελίες που υπερβαίνουν το Παράδειγμα ανεδαφικές. Κι αυτό δημιουργεί κρίση στην πολιτική. Ο πολιτικός λόγος γίνεται αναξιόπιστος και η πολιτική διαδικασία δεν μπορεί να υπερβεί το αδιέξοδο. Η πραγματικότητα -και κυρίως στην οικονομία- εκδικείται την στρεβλή ανάγνωσή της.
Αυτό που εμφανίζεται ως πολιτική κρίση της χώρας είναι στη βάση της ιδεολογική σύγχυση. Όλα φαντάζουν αδιέξοδα επειδή το κυρίαρχο Παράδειγμα έφτασε σε αδιέξοδο. Η πολιτική κρίση δημιουργείται επειδή ένα μοντέλο θεώρησης της κοινωνίας πεθαίνει ενώ ταυτόχρονα δεν απουσιάζει απλώς το εναλλακτικό μοντέλο, αλλά και ο διάλογος στις θεμελιώδεις παραδοχές του θνήσκοντος Παραδείγματος. Η κατασυκοφάντηση της φιλελεύθερης πρότασης απέτρεψε τον ουσιαστικό διάλογο στην χώρα, την δημιουργική ζύμωση των ιδεών. Έσβησε δημιουργικές οπτικές.
Η υπέρβαση των σημερινών αδιέξοδων δεν απαιτεί μόνο μια νέα πολιτική πρόταση, αλλά ένα εναλλακτικό τρόπο θέασης της κοινωνίας. Απαιτεί την αμφισβήτηση των θεμελιωδών παραδοχών του κυρίαρχου ιδεολογικού Παραδείγματος. Το κράτος, ακόμη και στην ιδεατή μορφή που προπαγανδίζεται απ’ όλο το πολιτικό σύστημα και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, δεν είναι ούτε αγαθό, ούτε ουδέτερο. Αποτελεί, για κάθε κοινωνία, το αναγκαίο κακό προκειμένου να διευθετηθούν προβλήματα επείγοντος χαρακτήρα.
Και οποιαδήποτε σοβαρή μεταρρύθμιση που είναι αναγκαία στη χώρα, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από την σμίκρυνση του ελέγχου του κράτους, σε κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
του Πασχου Μανδραβελη
Δημοσιεύτηκε (εν μέρει) στην εφημερίδα «Athens Voice» στις 29.1.200
stoxasmos-politikh
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου