Χάθηκε μέσα στον ορυμαγδό των ημερών, αλλά είναι ίσως από τα πιο συγκλονιστικά της εποχής: Ο πατέρας, όπως μετέδιδε προχθές ο ΣKAΪ, ήταν ανάμεσα στους Κρητικούς που αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και ο γιος ήταν απέναντι: ένας απρόσωπος άνδρας των ΜΑΤ, που έριχνε δακρυγόνα, έδερνε και απωθούσε τους εγκλωβισμένους στο λιμάνι. Και οι δύο, πνιγμένοι στα χημικά. Και οι δύο, ο καθένας στη δική του απόγνωση.
Κόπιασε ο πατέρας αγρότης να μεγαλώσει το παλικάρι του. Δούλεψε μια ζωή στη γη για να το σπουδάσει και να του εξασφαλίσει ένα λίγο πιο εύκολο μέλλον από το δικό του και πιθανότατα ανάσανε με ανακούφιση μεγάλη όταν διάβασε το όνομα του μονάκριβού του στη λίστα των επιτυχόντων στις ειδικές μονάδες της Αστυνομίας. Αυτός τουλάχιστον θα είχε μεγαλύτερες ευκαιρίες από τον ίδιο. Θα πήγαινε στην Αθήνα, θα έκανε την εκπαίδευσή του και μετά θα μπορούσε να σχεδιάσει το μέλλον του με ασφάλεια. Οχι ότι παίρνουν πολλά λεφτά οι αστυνομικοί των ΜΑΤ· μάλλον το αντίθετο. Θα είχε όμως ένα μισθό βρέξει - χιονίσει και δεν θα συνέδεε τα οικονομικά του με τα τερτίπια του καιρού. Αλλωστε, το μέλλον της αγροτιάς μοιάζει όλο και πιο σκοτεινό σ’ αυτήν την ισοπεδωτική εποχή της παγκοσμιοποίησης...
Και ο γιος, όμως. Κι εκείνος θα... χάρηκε πολύ όταν πέτυχε την εισαγωγή του στη σχολή. Τόσες θυσίες έκανε η οικογένειά του για να τον στηρίξει. Αυτός, άλλωστε, ξέρει καλύτερα από τον καθένα πόσο δύσκολη είναι η ζωή του αγρότη. Σε αγροτόσπιτο μεγάλωσε. Με τις κουβέντες των παραγωγών ενηλικιώθηκε. Το λάδι και τα άλλα προϊόντα του παραγωγού πατέρα του τον έθρεψαν και τον σπούδασαν. Κι αν κάποτε χρειαζόταν να πετάξει δακρυγόνα για να διαλύσει αγροτικά μπλόκα; Ε, τότε, θα έβλεπε. Κανείς στην ηλικία του δεν σκέφτεται προκαταβολικά με πόσα διλήμματα θα βρεθεί αντιμέτωπος στην επαγγελματική του διαδρομή. Τα απαντά όταν προκύψουν, αν και όπως μπορεί.
Αυτό το δίλημμα το προχθεσινό σίγουρα δεν το περίμενε. Πώς να το φανταστεί ότι αυτή τη φορά ο «εχθρός» θα ήταν ο ίδιος ο πατέρας του; Πώς να αντέξει να τον βλέπει να πνίγεται από τα δακρυγόνα στην ηλικία του; Και πώς να ρίξει το χημικό στους σύντεκνους που μέχρι χθες τον άνδρωναν με ιστορίες και βιώματα αγροτικά; Κι αυτός, άλλωστε, αγρότης θα είχε γίνει αν δεν πετύχαινε στη σχολή της αστυνομίας. Είναι σίγουρο αυτό...
Κι όμως. Η καταραμένη η ανάγκη διχάζει τους ανθρώπους. Τους γεμίζει σύγχυση και τους προκαλεί πανικό. Τους αποδυναμώνει τη μνήμη και τους απογυμνώνει απ’ όλα αυτά με τα οποία μεγάλωσαν. Τους αποσταθεροποιεί και τους σαστίζει. Ισως και να τους οργίζει και να τους κάνει να ξεσπούν ανεξέλεγκτα. Βίαια και τυφλά. Τότε, στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου.
Τότε, η συλλογικότητα υποχωρεί και η κοινωνική συνείδηση διολισθαίνει και κυριεύεται από την προσωπική οργή. Και τότε, η κοινωνία διαλύεται. Ο αστυνομικός ρίχνει χειροβομβίδα κρότου - λάμψης στον νεαρό δημοσιογράφο που έχει πάει να καλύψει τα επεισόδια με τους οργισμένους πολίτες που, διαφωνώντας με τον δήμαρχο για την κοπή των δένδρων, καταστρέφουν με σπρέι το δημαρχείο, ο αγρότης ξεσπάει με μανία στο τηλεοπτικό συνεργείο που πήγε να καταγράψει τα επεισόδια στο λιμάνι γιατί δεν του άρεσαν αυτά που μετέδωσε ο ρεπόρτερ, ο αστυνομικός ρίχνει αδιακρίτως δακρυγόνα για να πνίξει ορατούς και αόρατους εχθρούς και ο συνδικαλιστής απαριθμεί δικαιώματα και αγνοεί υποχρεώσεις. «Και η πολιτεία;», θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς. Προφανώς σε σύγχυση κι αυτή. Αδύναμη να αποφασίσει με ποιον να πάει και ποιον ν’ αφήσει. Φοβισμένη μπροστά στην υπόγεια αντάρα και τη δημόσια κατάρα.
Ομως, είναι κατ’ εξοχήν δική της ευθύνη να μην αισθάνονται οι πολίτες της αντίπαλοι σε γκρίζο φόντο και να μην τρώνε μεταξύ τους τις σάρκες τους. Διότι, στην τελική, το εθνικό σαρκίο αδυνατίζει και εξασθενεί... και μάλιστα σε μία εποχή που αρχίζει και γίνεται όλο και πιο απαιτητική.
Tης Έλλης Τριανταφύλλου στην Καθημερινή
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου