Καλώς ήρθατε
…για τα ρέστα της Ευδοκίας.
«Κανείς δε μπορεί να γελάσει την Ευδοκία». Έτσι τελείωνε τις ιστορίες της. «Κανείς. Το καταλάβατε; Να ζητάς πάντα τα ρέστα. Έτσι έλεγε η μάνα μου όταν μ’ έστελνε στο μπακάλη».
Και της έμεινε κουσούρι της Ευδοκίας. Πήγαινε στο περίπτερο για τσιγάρα και καθώς έσκυβε να πληρώσει ζήταγε πρώτα τα ρέστα της. «Πάρε ένα πενηντάρι. Πενηντάρι δίνω ε; Δώσε τα ρέστα μου κι ένα πακέτο τσιγάρα».
Μεσάνυχτα, του Αϊ Γιαννιού, μπήκε... στο μαγαζί που τραγουδούσε η Ευδοκία, ο πρώην της , Γιάννης, με την καινούργια σύζυγο. Η Ευδοκία βούτηξε ένα χασαπομάχαιρο και του ‘κοψε τον λαιμό . Όταν αυτός σωριάστηκε, στερέωσε τη λαβή στο ανοιχτό του στόμα και έπεσε με τη καρδιά της στην κόψη του φωνάζοντας : «Τα ρέστα μου ρε. Τα ρέστα μου».
123 λέξεις...
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου