Καλώς ήρθατε
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα
ΟΛΟΙ ΤΑ Χριστούγεννα τα περνάνε πάρα πολύ ωραία κι οικογενειακά. Εγώ δεν τα πέρασα ωραία· μόνο οικογενειακά. Γιατί όταν εμείς περνάμε οικογενειακά, μόνο ωραία δεν περνάμε! Όλο τσακωνόμαστε: Ο μπαμπάς με τη μαμά, η μαμά με μένα, εγώ με τον αδελφό μου, ο αδελφός μου με τη γιαγιά, η γιαγιά με τον παππού, ο παππούς με τον μπαμπά... Τους κάνουμε όλους τους πιθανούς συνδυασμούς και όλοι μας πετυχαίνουνε. Κι επειδή φωνάζουμε όλοι μαζί, σε κάποια φάση η γιαγιά φωνάζει πιο δυνατά και λέει «μην τσακώνεστε, βρε παιδιά, είναι γρουσουζιά, με τον καινούργιο χρόνο θα τσακώνεστε». Κι ο μπαμπάς μου λέει «Χριστούγεννα είναι ακόμα, έχουμε μια εβδομάδα περιθώριο». Και συνεχίζουμε να τσακωνόμαστε.
Κάθε χρόνο έχουμε παράδοση να στολίζουμε όλοι μαζί το δέντρο. Το δέντρο είναι κοντόχοντρο και τσατισμένο. Δεν είναι αληθινό, ψεύτικο είναι. Αλλά το πήραμε σε προσφορά κι όλο μαδάει. Πιο πολύ δέντρο έχει κάτω στη μοκέτα, παρά πάνω στα κλαδιά. Τα οποία κλαδιά σαν να μας μουντζώνουνε!
ΦΕΤΟΣ, Η μαμά μου ήθελε να το στολίσει όλο λευκές μπάλες για να είναι μίνιμαλ. Κι ο μπαμπάς μου είπε «τι μίνιμαλ;
Μίνιμαλ είναι το... ίδιο το κωλοδέντρο. Φύλλο δεν του ΄χει μείνει πάνω του». Αλλά η μαμά μου επέμενε και το έκανε όλο με άσπρες μπάλες κι άσπρες κορδέλες και άσπρα αστεράκια. Κι η γιαγιά μου είπε «αυτό δεν είναι δέντρο, αυτό είναι νυχτερινή αποκλειστική». Κι ο παππούς μου γέλασε και είπε «πάνω στην ώρα να μου χώσει και μια ενδοφλέβια». Κι η μαμά μου κατέβασε τα μούτρα της και δεν μίλαγε για πέντε ολόκληρα λεπτά. Αλλά επειδή όλοι τσακωνόμασταν και πολύ το γλεντάγαμε, μετά τα πέντε λεπτά βαρέθηκε κι άρχισε να τσακώνεται κι εκείνη. Το δέντρο το κοντόχοντρο, το τσατισμένο, είναι φτυστό ο αδελφός μου. Όταν ήταν ένα χοντρό μωρό, όλοι λέγανε «θα τα ρίξει μπόι». Αλλά πέρασαν τα χρόνια κι αυτός δεν τα ρίχνει σε μπόι, τα ρίχνει σε φάρδος. Κι έχει γίνει ολοστρόγγυλος. Κι όπως φορούσε και την κόκκινη πιτζάμα ήταν σαν μπάλα χριστουγεννιάτικη.
Και για να γελάσουμε είπα εγώ «τον Νίκο που θα τον κρεμάσουμε;». Κι ο Νίκος σήκωσε το χέρι και μου ΄δωσε μια ξανάστροφη στη μούρη. Κι ο μπαμπάς είπε «Νίκο, χτύπησες την αδελφή σου;». Κι ο Νίκος είπε: «Όχι, σήκωσα το χέρι να φτιάξω το αγγελάκι. Κατά λάθος η μπούφλα εξοστρακίστηκε! Ήτανε μια παρεξήγηση!»...
Τώρα που έγιναν όλα αυτά με την παρεξήγηση, οι γονείς μου ήταν να σκάσουν από τον προβληματισμό και την πολιτικοποίηση. Γιατί ψηφίζουν Αριστερά κι όταν ήταν νέοι γνωρίστηκαν στο αμφιθέατρο της Νομικής σε μια συνέλευση. Σπούδαζαν και οι δυο για να γίνουν δικηγόροι. Τώρα ο μπαμπάς έχει μαγαζί «τυρόπιτες- μπουγάτσες» και η μαμά κάνει «επάγγελμα συμβασιούχα».
Κι όταν έγιναν οι διαδηλώσεις σηκώθηκαν να πάνε κι εκείνοι. Γιατί είπε ο μπαμπάς «επιτέλους, αυτός ο λαός αφυπνίστηκε». Η γιαγιά μου έβαλε τις φωνές «έξω σκοτώνουν κόσμο, πού πάτε, πού αφήνετε δυο παιδιά ορφανά;». Κι ο παππούς είπε «αν νομίζετε πως μετά θ΄ αναλάβω εγώ τα μούλικα, τρελός παπάς σας βάφτισε». Αλλά η μαμά είπε ότι είναι καθήκον τους. Κι ο μπαμπάς άρχισε να τραγουδάει δυνατά «παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, γυναίκες και άντρες με όπλα στους ώμους». Κι εγώ είπα στον αδελφό μου «Νίκο, πάρε το μπουφάν σου». Κι ο μπαμπάς είπε «εσείς να κάτσετε εκεί που κάθεστε».
Και του λέω «μα εσύ είπες τώρα “παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους”». Κι ο μπαμπάς είπε «δεν εννοούσα τα δικά μου τα παιδιά!».
Και φύγανε. Και δέκα λεπτά αργότερα γυρίσανε. Γιατί είχε πολλά δακρυγόνα κι ο μπαμπάς έχει αλλεργική ρινίτιδα. Κι είχε και πολύ κόσμο και τη μαμά τη χτύπησε το τακούνι. Και κάτσανε και τα βλέπανε στην τηλεόραση. Κι η γιαγιά είπε «τώρα γιατί καταστρέφουν το βιος του κοσμάκη οι αλήτες;». Κι ο μπαμπάς είπε «δεν είναι αλήτες. Και δεν γίνεται καμιά κοινωνική επανάσταση χωρίς απώλειες. Τέρμα πια το βόλεμα!». Κι ο παππούς είπε, «Κωλόπαιδα είναι». Κι ο μπαμπάς τσατίστηκε, «μια νεολαία με κοινωνική συνείδηση είναι!
Έτσι... Έτσι! Δεν θα περάσει ο φασισμός!». Κι η μαμά χάρηκε που δεν θα περάσει ο φασισμός και πέσαμε να κοιμηθούμε πολύ ευχαριστημένοι!
ΕΛΑ ΟΜΩΣ που το άλλο πρωί τα «γεγονότα» συνεχίστηκαν. Κι ήρθε η νεολαία με την κοινωνική συνείδηση και στη δική μας γειτονιά. Και χύμηξε κι έσπασε το μαγαζί του μπαμπά. Και το ΄κανε λαμπόγυαλο. Κι έφαγαν όοοολες τις τυρόπιτες- μπουγάτσες! Κι ο μπαμπάς μου ούρλιαζε «κωλόπαιδα, αλήτες» και ξέχασε κι αμφιθέατρα και συνελεύσεις κι επαναστάσεις. Κι άρπαξε μια σανίδα κι άρχισε να τους κυνηγάει. Και πέσαμε όλοι στα τέσσερα και μαζεύαμε τυρόπιτες και μπουγάτσες απ΄ τον δρόμο. Κι εγώ ρώτησα «έτσι χάλια θα τις πουλήσουμε;». Κι ο μπαμπάς μου είπε «κάντες λίγο φου φου, να φύγουν οι πολλές οι σκόνες». Κι η μαμά μου είπε «μμμμμμ, ωραία κοινωνική συνείδηση!». Κι ο μπαμπάς μου είπε «δε με χέζεις, έτσι κι αλλιώς όλο κάτι φασιστόμουτρα είναι οι πελάτες!». Κι αλλάξαμε και τζαμαρία! Κι έκατσε καραούλι ο παππούς μου με το δίκαννο και την πατερίτσα να φυλάει βάρδια. Και τις πουλήσαμε τις τυρόπιτες- μπουγάτσες. Αλλά αυτούς που τις αγόρασαν, δεν τους ξαναείδαμε στη γειτονιά! Μάλλον κάνουν Χριστούγεννα Πρωτούγεννα στην τουαλέτα.
Πήγαμε και στο Σύνταγμα να δούμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φέτος το κάνανε πάρα πολύ ωραίο: Αντί για στολίδια, κρέμονται πάνω του άντρες των ΜΑΤ! Και μετά γυρίσαμε σπίτι, όλοι μαζί μια χαρούμενη κι αγαπημένη οικογένεια! Σε όλους εσάς και στις χαρούμενες, αγαπημένες οικογένειές σας, Καλά Χριστούγεννα, Χρόνια Πολλά κι απ΄ το πεζοδρόμιο!
Της ΕΛΕΝΑΣ ΑΚΡΙΤΑ από τα ΝΕΑ
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου