Καλώς ήρθατε
Κραχ 35ετίας στη Νέα Δημοκρατία
Το 2008 υπήρξε χρονιά έντονων δημοσκοπικών διακυμάνσεων, με πρωτόγνωρο εύρος και ταχύτητα εναλλαγών, δείγμα της ρευστότητας του πολιτικού τοπίου και της σημαντικής αποδυνάμωσης των κομματικών ταυτίσεων.
Δύο υπήρξαν τα κυριότερα δημοσκοπικά ρεύματα που σημάδεψαν τη χρονιά που φεύγει. Το πρώτο, το οποίο καταγράφηκε με ιδιαίτερη ένταση την περασμένη άνοιξη, αφορούσε την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ στο επίπεδο του 15% (για ορισμένους η εκτίμηση έφτασε και το 18%). Απότοκο, σε μεγάλο βαθμό, των εσωκομματικών προβλημάτων που γνώρισε το ΠΑΣΟΚ μετά την εκλογική ήττα, το δημοσκοπικό αυτό ρεύμα πιστοποιούσε παράλληλα τη ρευστότητα που χαρακτηρίζει τον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Είναι ενδεικτικό ότι, ακόμα... και μετά την επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ σε μονοψήφια ποσοστά ως προς την πρόθεση ψήφου (π.χ. 8,8% στις πρόσφατες «Τάσεις» της ΜRΒ), το κυμαινόμενο μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ τμήμα του εκλογικού σώματος παραμένει ιδιαίτερα διευρυμένο και μπορεί να εκτιμηθεί περίπου στο 10% (σχεδόν διπλάσιο σε σύγκριση με αντίστοιχα προ διετίας δεδομένα).
Βαθύτερη κρίση Το δεύτερο και κρισιμότερο δημοσκοπικό ρεύμα, που καταγράφηκε από τον Σεπτέμβριο και μετά, εντοπίζεται στη ραγδαία κατάρρευση της κυβερνητικής (αλλά και πρωθυπουργικής) δημοτικότητας, η οποία έχει οδηγήσει σε πλήρη ανατροπή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων.
Ο πιο χαρακτηριστικός δείκτης αυτής της ανατροπής δεν αφορά τις συγκυριακές διακυμάνσεις στην πρόθεση ψήφου, όπου και εκεί η αισθητή υστέρηση της Ν.Δ., σε σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ, τείνει πλέον να σταθεροποιηθεί. Καταγράφεται κυρίως στη μακροπρόθεσμα κρισιμότερη έννοια της κομματικής ταύτισης, μέσω της οποίας προσδιορίζονται και εξειδικεύονται οι επιμέρους χώροι του εκλογικού ανταγωνισμού.
Ρήγματα Ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα που προκύπτει, εξετάζοντας διαχρονικά τα αντίστοιχα δεδομένα, είναι ότι η Ν.Δ. διέθετε, τουλάχιστον τα τελευταία 20 χρόνια (και με παροδική εξαίρεση το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄90) ένα συμπαγές ακροατήριο ταυτισμένο μαζί της, το οποίο δήλωνε ότι αισθάνεται «κοντά» και κυρίως «πολύ κοντά» στο κόμμα της Ν.Δ. Σε αυτή την αίσθηση της ταύτισης των ψηφοφόρων με το κόμμα τους παραπέμπει και η έννοια της «παράταξης», την οποία συχνά επικαλούνται τα στελέχη της Ν.Δ. Το τμήμα αυτό του εκλογικού σώματος, από τις αρχές του 2000 και μετά, δεν είχε πέσει ποτέ κάτω από το 37%, ενώ στις παραμονές της εκλογικής νίκης του 2004 ξεπερνούσε αισθητά ακόμη και το 40%.
Η πρώτη τετραετία της κυβέρνησης Καραμανλή προκάλεσε ορισμένα ρήγματα στους ισχυρούς δεσμούς της εκλογικής βάσης με το κόμμα της Ν.Δ. - οι οποίες αποτυπώθηκαν άλλωστε και στη μείωση της επιρροής της τον Σεπτέμβριο του 2007- δεν απείλησαν όμως τη σταθερότητα αυτής της σχέσης. Τόσο στα τέλη του 2006, όσο και αμέσως μετά τις εκλογές του 2007, περίπου το 30% του εκλογικού σώματος δήλωνε ότι αισθάνεται «κοντά» στη Ν.Δ. (και «μακριά» από όλα τα άλλα κόμματα), ενώ υπήρχε πάντα και ένα επιπλέον ποσοστό το οποίο εξέφραζε «πολυκομματική» ταύτιση (κυρίως ταυτόχρονα με Ν.Δ. και ΛΑΟΣ), γεγονός που διατηρούσε τη συνολική κομματική ταύτιση με τη Ν.Δ. στο επίπεδο του 37%.
Στον πυρήνα Τα δεδομένα αυτά έχουν όμως μεταβληθεί θεαματικά τους τελευταίους μήνες. Σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο του 2007 όχι μόνο η συνολική αλλά και η μονοκομματική ταύτιση με τη Ν.Δ., δηλαδή δύο μεγέθη που παρέμεναν διαχρονικώς σταθερά, έχουν υποχωρήσει πάνω από πέντε ποσοστιαίες μονάδες. Γεγονός που αντανακλά ένα σημαντικό πλήγμα στον καθαυτό πυρήνα της παράταξης, ενώ ταυτόχρονα επιδρά καταλυτικά και στον άμεσο περίγυρο. Είναι χαρακτηριστικές στο σημείο αυτό οι σημερινές συμπεριφορές των ψηφοφόρων που δηλώνουν ότι αισθάνονται μακριά από όλα τα κόμματα (περίπου 15% του συνολικού εκλογικού σώματος): ενώ στις εκλογές του 2007 η Ν.Δ. είχε αποσπάσει περίπου το 40% των ψήφων της συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών, σήμερα μόνο το 13% την επιλέγει ως πρόθεση ψήφου.
Τα δεδομένα που κατέγραψαν οι πρόσφατες έρευνες παραπέμπουν σε μια ιδιαίτερα δυσμενή συγκυρία για τη Ν.Δ., η οποία μάλιστα, αν οι συγκεκριμένοι αρνητικοί δείκτες παγιωθούν τον επόμενο χρόνο, κινδυνεύει να αποδειχτεί η δυσμενέστερη της τριαντατετράχρονης εκλογικής της ιστορίας.
Η απογοήτευση βγάζει κυβέρνηση
Ε ίναι προφανώς εξαιρετικά πρώιμο- και παρακινδυνευμένο- να προδικάσει κανείς τις εξελίξεις, ιδιαίτερα όταν η χρονιά που φεύγει κληροδοτεί στη χρονιά που έρχεται ένα βαρύ κοινωνικό και οικονομικό κλίμα, χωρίς ταυτόχρονα να έχει διαμορφωθεί μια πειστική εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη σημαντική μείωση που εμφανίζει η κομματική ταύτιση με τον χώρο της Δεξιάς οι μόνες κατηγορίες που επωφελούνται είναι αφενός η Αριστερά και αφετέρου ο χώρος των αποστασιοποιημένων από όλα τα κόμματα. Αντίθετα, ο χώρος της Κεντροαριστεράς εμφανίζεται απολύτως στάσιμος ενώ ο χώρος της θετικής δικομματικής συναίνεσης (αυτοί που αισθάνονται ταυτοχρόνως «κοντά» στη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ) ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ως πυλώνας της πολυσυζητημένης δικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, παραμένει διαχρονικά εξαιρετικά συρρικνωμένος (μεταξύ 1% και 2%). Η προηγούμενη διατύπωση δεν αντιφάσκει με το γεγονός ότι μια σημαντική μερίδα ψηφοφόρων, μετακινούμενη μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, διαμορφώνει τις εκάστοτε κυβερνητικές πλειοψηφίες. Όμως οι εκλογείς αυτοί, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στο πρότυπο του ορθολογικού ψηφοφόρου ο οποίος, αξιολογώντας θετικά και τους δύο διεκδικητές της εξουσίας, επιλέγει τον κατά περίπτωση «καλύτερο». Αντίθετα, πρόκειται κυρίως για απογοητευμένους ψηφοφόρους, οι οποίοι τιμωρούν το κόμμα που κατέχει την εξουσία και απογοητευόμενοι ξανά επιστρέφουν οίκαδε ή έχουν την τάση να διαχέονται στα μικρότερα κόμματα, όπως φάνηκε στις τελευταίες εκλογές και με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στις δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν. Η επαναλαμβανόμενη αυτή απογοήτευση αποτυπώνεται και στη σημαντική μείωση που εμφανίζουν την τελευταία διετία ο χώρος της μονοκομματικής ταύτισης με τα δύο μεγάλα κόμματα: από 59,5% αθροιστικά για ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. τον Δεκέμβριο του 2006, σε 47,8% σήμερα. Αντίστοιχα χαμηλές επιδόσεις είχαν να καταγραφούν από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ΄90, όταν η ΠΟΛΑΝ και το ΔΗΚΚΙ, ως απευθείας διασπάσεις των δύο μεγάλων κομμάτων, αμφισβητούσαν τις μονοκομματικές ταυτίσεις στο εσωτερικό της κάθε παράταξης.
Τάσεις
Για την αποτύπωση της κομματικής ταύτισης έχουν προταθεί διάφορες εναλλακτικές προσεγγίσεις, μία εκ των οποίων ενσωματώνεται σταθερά στις «Τάσεις» της ΜRΒ, όπου οι ερωτώμενοι καλούνται να απαντήσουν για κάθε κόμμα ξεχωριστά αν αισθάνονται «κοντά» του ή «μακριά» του. Πρόκειται για την προσφορότερη προσέγγιση που έχει ως κύριο στόχο τη συνολική χαρτογράφηση του εκλογικού ανταγωνισμού και ευχαριστώ την ΜRΒ για την παραχώρηση των στοιχείων.
ΤΑ ΝΕΑ
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου