Ολα δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία θα χάσει τις επόμενες εκλογές. Φυσικό είναι. Η πενταετής διακυβέρνηση έχει πλέον στην καμπούρα της πολλά κρίματα και περισσότερες διαψευσμένες ελπίδες. Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου. Η διαφθορά και ο κομματισμός όμως δεν περιορίζονται στα υψηλά κλιμάκια. Στη βάση γίνονται περισσότερα, που ελάχιστα βλέπουν το φως της δημοσιότητας, αλλά γίνονται αντιληπτά από τις κατά τόπους κοινωνίες. Το χειρότερο είναι ότι οι ελλιπείς μηχανισμοί ελέγχου που υπήρχαν ακυρώθηκαν, με αποτέλεσμα η ασθένεια να εξαπλωθεί ταχύτατα.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό επόμενο είναι να φουντώσει η διαδοχολογία. Η ιστορία της μεταπολίτευσης θέλει πρωθυπουργούς μιας χρήσης. Πλην του Ανδρέα Παπανδρέου (ο οποίος όμως είχε το βάρος του Ειδικού Δικαστηρίου), ουδείς πρωθυπουργός έκατσε στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Είτε διότι έφυγαν νωρίς (όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο κ. Κώστας Σημίτης) είτε διότι το κόμμα τους δεν τους το επέτρεψε, όπως έγινε με τον κ. Κώστα Μητσοτάκη.
Αυτό δεν είναι... αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, αλλά μόνο στην Ελλάδα υπάρχει ο πολιτικός αυτοματισμός: Χάνεις εκλογές; Φεύγεις από αρχηγός και ας έρθει οποιοσδήποτε άλλος με μόνο προσόν την πιθανότητα να κερδίσει.
Ο κ. Κώστας Καραμανλής απέτυχε στη διακυβέρνηση του τόπου. Ελάχιστοι όμως αμφιβάλλουν για τις προθέσεις του. Ηταν αγαθές, αλλά δεν μπόρεσε, πιθανώς λόγω απειρίας, να τις υπηρετήσει. Θεώρησε ότι το κυβερνάν είναι μια απλή διαδικασία και ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να ξεπεραστούν με λεκτικές πιρουέτες και διά της χειραγώγησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης. Σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα λειτούργησε ελάχιστα ως πρωθυπουργός, με αποτέλεσμα άλλοι να αλωνίζουν. Ετσι πήγαμε από το ΠΑΣΟΚ στο χειρότερο. Σχεδόν σε κάθε τομέα.
Πόσο διαφορετικός όμως θα ήταν ένας «ψημένος» Καραμανλής που θα είχε διοικήσει τουλάχιστον ένα υπουργείο και θα ήξερε την πολυπλοκότητα της πολιτικής δράσης; Θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να κάνει αυτό που δεν έκανε τα επτά χρόνια της αντιπολίτευσης: να ανασυγκροτήσει την κεντροδεξιά παράταξη σε πολιτική βάση και όχι σαν ένα πολιορκητικό κριό της εξουσίας, την οποία (όπως αποδείχτηκε) δεν θα ήξερε τι να κάνει μόλις την καταλάμβανε. Θα ξεχώριζε την ήρα από το στάρι, τα πολιτικά στελέχη που μπορούν να προσφέρουν από τους πλιατσικολόγους, θα έθετε τις βάσεις για μια συνεπή πολιτική ιδεολογία αντί να πολιτεύεται με δανεικές απόψεις δεξιά κι αριστερά, με αποτέλεσμα την αμηχανία. Θα μπορούσε -έστω μέσα από συγκρούσεις, έστω με συμβιβασμούς- να συγκροτήσει σχέδιο για τη χώρα και να επιλέξει τους καλύτερους για να το υπηρετήσουν.
Ελπίζουμε ότι τώρα ο κ. Καραμανλής έμαθε. Τα πέντε χρόνια στη διακυβέρνηση τον «έψησαν». Ταυτόχρονα, όμως, στους μηχανισμούς της κυβέρνησης και του κόμματος που άφησε ανεξέλεγκτους δημιουργήθηκαν πολλά καρκινώματα που δεν σκοτώνουν μόνο τη διακυβέρνηση, αλλά απειλούν και την κεντροδεξιά παράταξη στο σύνολό της. Και η πολιτική και κυρίως η ιδεολογική ανασυγκρότηση αυτής της παράταξης είναι γραμμάτιο που ακόμη ο κ. Καραμανλής χρωστάει. Ακόμη και ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Tου Πασχου Μανδραβελη από την kathimerini
1 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΚΟΛΑΦΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Η ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΤΟΠΕΔΙ
Ανατροπή των δεδομένων στην πολύκροτη υπόθεση της Μονής Βατοπαιδίου και της δικαστικής διαμάχης με το Δημόσιο για την έκταση της λίμνης Βιστωνίδας.
Το Νομικό Συμβούλιο με γνωμοδότησή του στις 10 Οκτωβρίου 2008, μετά από αίτημα του υπουργείου Οικονομίας, όπως αποκάλυψε την Παρασκευή το Παρασκήνιο,όχι μόνον κρίνει ότι ορθώς με ενέργειες του Δημοσίου δεν εκδόθηκε δικαστική απόφαση, η οποία θα ήταν σε κάθε περίπτωση επιβλαβής για τα συμφέροντα του κράτους, αλλά και ότι ουδέποτε υπήρξε αναπομπή από τον πρώην υφυπουργό Οικονομικών Απ. Φωτιάδη, έτσι όπως προσπαθεί να την εμφανίσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ότι, δηλαδή, ο υφυπουργός του ΠαΣοΚ ...ακύρωσε τις αποφάσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου.
Αντίθετα, μάλιστα, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο το 1998 και το 2002, εξέδωσε τρεις γνωμοδοτήσεις υπέρ της κυριότητας της Μονής Βατοπαιδίου στη λίμνη Βιστωνίδα και όταν ξεκίνησε η δίκη, ο κ.Φωτιάδης απλώς ζήτησε επανεξέταση από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, χωρίς να ακυρώσει καμία από τις αποφάσεις αυτές.
Ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν τα μέλη του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, η σύνθεση του οποίου παρέμενε ίδια, να αυτοαναιρεθούν και να εκδώσουν διαφορετική γνωμοδότηση!
Το Νομικό Συμβούλιο, λοιπόν, εξέτασε αν ήταν επιτρεπτή η κατάθεση κοινής δήλωσης για τη μη έκδοση απόφασης, μετά τη συζήτηση της αγωγής και εάν η μη έκδοση απόφασης από το Δικαστήριο θα έβλαπτε τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Στην πρώτη περίπτωση, οκτώ από τα εννέα μέλη του ΝΣΚ καθολική πλειοψηφία συμφώνησαν ότι «η υποβολή στο δικαστήριο κοινής δήλωσης των διαδίκων, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης προκειμένου να μην εκδοθεί απόφαση, αποτελεί συνήθη δικαστηριακή πρακτική», αφού ούτως ή άλλως σύμφωνα με το νόμο, η εκκρεμοδικία διατηρείται.
Η μόνη συνέπεια, λοιπόν, της κοινής δήλωσης θα ήταν η ματαίωση της συζήτησης και όχι η μη εκδίκασή της.
Αντίθετα, οι σύμβουλοι σχημάτισαν την πεποίθηση ότι η ενδεχόμενη άρνηση ματαίωσης της συζήτησης «θα μπορούσε να αποδειχτεί εξαιρετικά επιβλαβής για τα συμφέροντα του Δημοσίου.
Και τούτο γιατί το Δημόσιο είχε ζητήσει αναβολή της συζήτησης της αγωγής προσκομίζοντας την πράξη αναπομπής του τότε υφυπουργού Οικονομικών Απ. Φωτιάδη, που τελικά δεν ήταν αναπομπή, έτσι όπως προβάλλεται από το ΠαΣοΚ, δηλαδή δεν είχε την έννοια της κατάργησης των προηγούμενων γνωμοδοτήσεων, αλλά απλή επανεξέταση των τριών προηγούμενων αποφάσεων του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου και συνεπώς υπήρξε λόγος το Δικαστήριο να διατάξει αναβολή της συζήτησης μέχρι να εκδοθεί από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο νέα απόφαση γνωμοδότηση, η οποία θα κρίνει αμετάκλητα την ύπαρξη ή μη δικαιωμάτων κυριότητας της Μονής επί της επιδίκου εκτάσεως λίμνη Βιστωνίδα.
Αυτό είναι και το κομβικότερο σημείο της υπόθεσης. Το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο είχε εκδώσει τρεις αποφάσεις υπέρ της κυριότητας του μοναστηριού στη λίμνη Βιστωνίδα 1998 και 2002 και με την ίδια σύνθεση εξέδωσε μία ακόμη το Μάιο του 2004, η οποία έγινε αποδεκτή από τον τότε υφυπουργό Οικονομικών Πέτρο Δούκα.
Η ενέργεια του Φωτιάδη δεν ήταν παρά πυροτέχνημα το οποίο εξελίχτηκε σε μασούρι δυναμίτιδας, αφού ζήτησε επανεξέταση από το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο γνωρίζοντας ότι δεν ήταν δυνατόν το όργανο αυτό, από τη στιγμή που έχει εκδώσει τρεις γνωμοδοτήσεις υπέρ της κυριότητας του μοναστηριού στη Βιστωνίδα, να αναιρέσει το σκεπτικό του στην τέταρτη.
Άρα, ήταν επωφελής για τα συμφέροντα του Δημοσίου στη συγκεκριμένη περίπτωση η μη έκδοση δικαστικής απόφασης, διότι στην αντίθετη περίπτωση το Δικαστήριο ή θα θεωρούσε ότι υπάρχει ομολογία του Δημοσίου επί της ουσίας της υπόθεσης ή θα απέρριπτε την αγωγή της Μονής για έλλειψη έννομου συμφέροντος, αλλά με αιτιολογία εντελώς βλαπτική για το Δημόσιο. >
Με βάση τις τέσσερις αυτές γνωμοδοτήσεις το Δικαστήριο ήταν βέβαιο ότι θα καταδίκαζε το Δημόσιο και θα αναγνώριζε την κυριότητα του Βατοπαιδίου στη λίμνη Βιστωνίδα, ενώ τώρα, όπως αναφέρει ο πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου, το εμπράγματο δικαίωμα του Δημοσίου επί ακινήτων είναι απαράγραπτο και η αναγνώρισή τους μπορεί να επιδιωχθεί οποτεδήποτε με ιδία αγωγή του Δημοσίου.
Με αυτή την εξέλιξη επιβεβαιώνεται και ο κ. Αλαβάνος που από το βήμα της Βουλής είχε δηλώσει ότι: Οι τρεις φορές παραίτηση από τη δικαστική διεκδίκηση είναι μία πλευρά του ζητήματος. Στην πραγματικότητα, είχαμε έναν προσανατολισμό της κυβέρνησης του ΠαΣοΚ να μην στηρίξει αυτή την προσπάθεια.
Ο επικεφαλής της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων που εκπροσώπησε το κράτος στη δίκη ενάντια στη Μονή Βατοπαιδίου, έχει δηλώσει πως ο φάκελος που μου έδωσαν, περιείχε όλα τα έγγραφα των υπηρεσιών του κράτους που παραχωρούσαν τις εκτάσεις στη Μονή.
Προς στιγμήν αναρωτήθηκα, αν το κράτος με όριζε…. ..μάρτυρα υπέρ της.
Δημοσίευση σχολίου