Καλώς ήρθατε

Ένα παραμύθι για τα παραμύθια


Μια φορά κι έναν καιρό τα όνειρα ήταν η πύλη από όπου δέχονταν οι άνθρωποι επισκέψεις. Διαφορετικές, περίεργες επισκέψεις από όσους δεν μπορούσαν να δουν μέσα στη μέρα, όταν όλες οι αισθήσεις τους ήταν απασχολημένες με άλλα πράγματα. Και ανυπομονούσαν για εκείνη την μαγική στιγμή. Όταν κοιμόντουσαν, έβλεπες τα πρόσωπά τους να χαμογελούν με μάτια κλειστά. Άλλους τους άκουγες να μιλάνε. Κάποιοι άλλοι, πιο ανήσυχοι και υπερκινητικοί - όπως θα έλεγαν οι ίδιοι για τους εαυτούς τους - σηκώνονταν από τα κρεβάτια τους και άρχιζαν τις περιπλανήσεις παρέα με όσους φιλοξενούσαν στα όνειρά τους. Και όχι, δεν συναντιόντουσαν μονάχα με δικούς τους ανθρώπους που είχαν «φύγει», με άτομα που ήταν μακρυά ή έβλεπαν ελάχιστα στη διάρκεια της μέρας ή ακόμα και με εκείνους που θα ήθελαν να τους ζητήσουν συγγνώμη για κάποια παλιά τους ανοησία. Όχι, ήταν και πλάσματα αλλιώτικά, σαν τις νεράιδες που ζούσαν στα ποτάμια και τα ξωτικά που ήταν όλο σκανδαλιές, σαν τις γοργόνες που σε γοήτευαν με την παράξενη ομορφιά τους και τις ξύλινες κούκλες που μίλαγαν και ήθελαν να γίνουν μια μέρα αληθινά παιδιά. Και κάθε χρόνο, την τελευταία νύχτα του έτους, οι άνθρωποι είχαν μια ξεχωριστή συνάντηση, όταν βουλιάζαν στο μαξιλάρι τους. Ήταν η επίσκεψη από τον Άγιο Βασίλη. Κι αυτό που την έκανε τόσο μοναδική δεν ήταν ούτε η βόλτα με το έλκηθρο που τους πήγαινε, ούτε οι φουσκωμένες κάλτσες με τα δώρα που τους χάριζε. Ήταν η επιβεβαίωση πως άφησαν πίσω τους μια χρυσόσκονη από 365 ημέρες χαράς, προσπάθειας, αγάπης.

Οι άνθρωποι, όμως, πλανεύονται από... το ανικανοποίητο και κάποτε ανακάλυψαν έναν καινούριο πλανήτη. Μια νέα γη με καλύτερες συνθήκες διαβίωσης - όπως λέγαν - από τη Γη. Με περισσότερα αποθέματα χρυσού, πετρελαίου. Εκεί δεν υπήρχαν ενοχλητικές κατσαρίδες, ούτε καυσαέριο…ακόμα. Στον πλανήτη εκείνο το κρύο δεν ήταν τσουχτερό και ο ήλιος δεν ήταν ποτέ καυτός. Και όλοι οι άνθρωποι μετακόμισαν εκεί. Εκεί όμως ο κόσμος δεν ονειρευόταν. Κλείναν τα μάτια τους το βράδυ και όταν τα ανοίγαν είχε κιόλας ξημερώσει - τόσο γρήγορα σαν ένα τρεμοπαίξιμο των βλεφάρων - χωρίς να ανταμώσουν κανέναν. Κάποιες φορές είχαν την ψευδαίσθηση πως οι εικόνες που φύλασσαν στο μυαλό τους ζωντάνευαν στον ύπνο τους. Οι άνθρωποι πίστεψαν τότε ότι οι νεράιδες, ο Άγιος Βασίλης και όλα τα άλλα πλάσματα τους εγκατέλειψαν. Ότι δεν τους ακολούθησαν στο νέο πλανήτη. Και οι άνθρωποι έπεισαν τους εαυτούς τους ότι μπορούν να τα καταφέρουν και χωρίς τα ξωτικά και όλες τις μαγικές φιγούρες, φτιάχνοντας απλά δικές τους ιστορίες που θα τις ονόμαζαν παραμύθια. Ένιωσαν τόσο δυνατοί που πίστεψαν ότι μπορούν να ζήσουν την μαγεία των ονείρων ακόμα και τη μέρα. Σκέφτηκαν, μάλιστα, ότι είναι καλύτερο να αφιερώνουν τα βράδυα αποκλειστικά στην ξεκούρασή τους, μιας και στο νέο πλανήτη είχαν περισσότερες υποχρεώσεις αλλά και περισσότερα κεκτημένα. Έτσι, έπλεξαν μύθους και ιστορίες από ξεθωριασμένες εικόνες που τους είχαν απομείνει. Από τα όνειρα εκείνα τα τόσο μαγικά μα και αληθινά συνάμα που μοιράζονταν παρέα με τζίνι ή θαλασσινούς ήρωες και χώριζαν οι δρόμοι τους μονάχα όταν έκανε την εμφάνισή του ο Αυγερινός. Αυτές τις «ανάπηρες» αναμνήσεις με πολλά μπαλώματα, πολλά ψέματα αφηγούνταν ως παραμύθια στα μικρά παιδιά - καθώς οι μεγάλοι δεν πίστευαν πια γιατί αυτοί ήξεραν την αλήθεια - και έτσι μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά. Και κάθε γενιά μπέρδευε όλο και πιο πολύ τις λίγες αλήθειες που κληρονομούσε με ακόμα περισσότερα φανταστικά στοιχεία.


Αιώνες μετά, κι ο άνθρωπος ντύνει ακόμα τις πρώτες του εικόνες για αυτόν τον κόσμο με παραμύθια, βρίσκει τους πρώτους φίλους του στους ήρωες των ιστοριών που του αφηγούνται, περιμένει τον Άγιο Βασίλη να κατέβει από την καμινάδα κι ας μην έχει τζάκι. Δεν πιστεύει για πολύ σε όλα αυτά βέβαια, όμως αυτά τα λίγα χρόνια, τα πρώτα χρόνια της ζωής που ο άνθρωπος φλερτάρει με το απίστευτο, γίνεται και πάλι συνταξιδιώτης στα ονειροδρόμια της μαγείας με τις νεράιδες και τα ξωτικά, με τις γοργόνες και τα ξύλινα αγόρια, όπως τότε… Ώσπου, ο Μολυβένιος Στρατιώτης καταλήγει στη φωτιά και το Κοριτσάκι με τα Σπίρτα παραδίνεται σιωπηλά στον παγωμένο χειμώνα. Αλλά και ο Άγιος Βασίλης μοιάζει με γραφική φιγούρα, χωρίς φαντασία, ντυμένος πάντα στα κόκκινα. Πίσω από αυτόν κρύβεται ένα μείγμα θρησκευτικότητας και μιας ανάγκης να χανόμαστε που και που στον κόσμο των παιδιών, αλλά συνήθως η εμπορικότητα κυριαρχεί πάνω από όλα.

Ο ίδιος ο Άγιος Βασίλης δεν κατοικεί πλέον μόνο στη Γη. Είναι παντού. Στην Λαπωνία, στο Διαδίκτυο, στην κόκα - κόλα, στα εμπορικά καταστήματα. Στην Γερμανία, μάλιστα, φέτος υπήρχε μεγάλη ζήτηση των Αγίων Βασίληδων. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο υπεύθυνος για την εξεύρεση Άγιων Βασίληδων στο Μόναχο: «Η αναζήτηση Άγιων Βασίληδων έχει ξεκινήσει σε όλη τη χώρα. Το να είναι κάποιος Άγιος Βασίλης δεν είναι εύκολη δουλειά. Οι υποψήφιοι πρέπει να είναι φιλικοί προς τα παιδιά, αξιόπιστοι και να έχουν ικανότητες ηθοποιού. Αν και η δουλειά είναι κουραστική, είναι καλύτερη από το να είσαι άνεργος. Ένας Άγιος Βασίλης κερδίζει 60 ευρώ την ώρα, δεν είναι και άσχημα».
Της Μαρίας Γαλίτση από την Καθημερινή

0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:

Related Posts with Thumbnails