Ο Νους αδέσμευτος κάνει τα τεθλασμένα ταξίδια του χωρίς συγκεκριμένο προσανατολισμό. Οι μνήμες διεκδικούν το Νου, η κάθε μια να τον πάρει από το χέρι και να τον σεργιανίσει στο δικό της δρόμο. Ο Νους αφήνεται στα χέρια τους και τα συναισθήματα αλλάζουν ανάλογα με το τι έχει η κάθε μια τους να του πει, να του ξεδιπλώσει. Η μία μνήμη τον αρπάζει και η άλλη τον αφήνει. Μέσα του, το ένα πλάνο αλλάζει μετά το άλλο: Σα σκηνικό θεάτρου που κάθε φορά φωτίζεται με άλλο χρώμα. Μνήμες χαράς, πόνου, απογοήτευσης, σύντομης ευτυχίας, μνήμες προσωρινής δικαίωσης, μνήμες της σημαντικής λεπτομέρειας, να σπρώχνονται μεταξύ τους για το ποια θα πάρει καλύτερη θέση κοντά μου.
Η βροχή δεν σταματά. Αναρωτιέμαι γιατί... άραγε όταν βρέχει θέλω πάντα να θυμάμαι όσα νομίζω πως ξέχασα.. Και γιατί αφού με αλώσουν οι μνήμες, προσπαθώ με το Νου μου να φανταστώ τον τρόπο που οι σκούρες μνήμες θα μπορούσαν να ήταν καλύτερες; Δεν μπορούμε όμως να έχουμε για όλα απαντήσεις. Το τσάι κρύωσε.
Τη στιγμή που αφήνω το φλιτζάνι στο στρογγυλό τραπεζάκι, χτυπάει το τηλέφωνο. Ευχάριστη έκπληξη που την έφερε η βροχή: Είναι ο Στέλιος αγαπημένος φίλος απ’ τα παλιά.
Δέκα χρόνια σιωπής και να που τώρα τον έφερε η βροχή.
Του τηλεφωνούσα τότε στις 2 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα για να του διαβάσω ποιήματα ισπανόφωνων ποιητών και ιδιαίτερα του Federico Garcia Lorca. Ερασιτέχνης ηθοποιός στην πρώτη του νεότητα και τώρα καθηγητής φυσικής.
-Στέλιο; Πού είσαι; Τί κάνεις; Τι όμορφη έκπληξη ήταν αυτή που μου φύλαγες;
-Σε πήρα να μιλήσουμε λίγο.
-Και βέβαια, με χαρά. Συμβαίνει κάτι;
-Δεν είναι που είμαι μοναχικός. Είμαι και μόνος. Κι όταν βρέχει το συνειδητοποιώ τόσο έντονα που με πιάνει το παράπονο...
Τον άφησα να συνεχίσει
Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει και στους καλύτερους ανθρώπους συμπεριφέρομαι λάθος και τους χάνω. Και στους ανόητους συμπεριφέρομαι σωστά αλλά δεν τους χρειάζομαι..
Πρόσφατα,συμπεριφέρθηκα σκληρά και άσχημα σε μια υπέροχη γυναίκα και την έχασα. Πέταξε σαν ένα εξωτικό πανέμορφο πουλί μακριά από το περιβάλλον που δεν μπορούσε να ζήσει. Πόσο θα ήθελα να της είχα φερθεί όπως της άξιζε και να την είχα κοντά μου… κοντά μου..
Η φωνή του έσπασε στο δεύτερο «κοντά μου».
Ντράπηκε ξαφνικά για την παρορμητική του εξομολόγηση κι έκλεισε το τηλέφωνο.
Κοίταξα απ’ τη τζαμαρία:
«Ο χορός της βροχής συνεχίζεται.
Στο δρόμο δυο ξυπόλητα παπούτσια.»
* Το δίστιχο στο τέλος του κειμένου είναι από το βιβλίο μου «Επίμονο Θεώρημα»
από ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου