Δεν έχω σακίδιο, δεν έχω αποσκευές. Έτσι ελαφρύς βηματίζω πάνω στο πλακόστρωτο, ψάχνοντας κάποια ίχνη από εκείνη την παιδική αθωότητα που υπήρξε τόσο ένοχη. Κάνει γλυκιά ψύχρα. Οι αναμνήσεις πάντα έχουν θερμοκρασία συντήρησης. Είναι ο λόγος που ανατριχιάζουμε σε περιβάλλον μνήμης.
Επιστρέφω, πιστεύοντας πως... μπορεί κάτι να σώσω παραδίδοντάς το σε παλιές εικόνες και αρχαία ανθρωπιά. Ένα πέτρινο σπίτι, ο πατέρας μυρίζει χώμα, η μάνα Jet με θαυματουργούς κόκκους που της κάνουν κομμάτια τα χέρια, στο ντουλάπι είναι κρυμμένα τα γλυκά στο πιο ψηλό ράφι, και σε κάποιο βιβλίο είναι σίγουρα κρυμμένο ένα ραβασάκι παιδικού έρωτα. «Μαρία, Άννα, Αγγέλα, σ’ αγαπώ. Εσύ;».
Οι άντρες στο τραπέζι πίνουν ούζο και μιλάνε για πολιτική. Η μυρωδιά του γλυκάνισου αρωματίζει τα πάθη, κάποιος ρίχνει λάδι και ρίγανη πάνω σε καυτό ψωμί, η γεύση της αλατισμένης πατάτας απ’ τον κάμπο, οι ελιές πικρές, οι γυναίκες με τη γλύκα της μάνας.
Επιστρέφω. Στις μπερδεμένες εικόνες χωρίς συνοχή, μόνο με αίσθηση. Της ασφάλειας, της αγάπης, της υπόσχεσης. Στα πρόσωπα που γελάνε ή που συνοφρυώνονται, αλλά το κάνουν με ειλικρίνεια. Στα σοκάκια ενός χωριού με σκαμμένες γριές που λένε ιστορίες, με νταβραντισμένους γέρους που υπονοούν περισσότερα απ’ όσα λένε.
Πάω εκεί νοητά τέτοιες μέρες, όχι για ν’ αντιστρέψω τον χρόνο, αλλά για να του δώσω ουσία. Ο χρόνος μπορεί να είναι και αλλιώς. Γήινος. Και η νοσταλγία μπορεί να μην είναι ένα μνημόσυνο, αλλά η ταινία της ψυχής σου.
Δεν ξέρω τι απ’ όλα νοσταλγώ. Την ασπρόμαυρη τηλεόραση με το σεμεδάκι, τα παπούτσια Ελβιέλα, τη σοκολάτα ΙΟΝ, το παγωτό ΑΛΦΑ, την αλάνα γεμάτη πέτρες και φωνές, τις μουσικές από το πικάπ με τις γρατζουνιές του χρόνου; Και γιατί;
Όταν οι άνθρωποι μεγαλώνουν, κρατάνε κάπου κρυμμένα τα προσωπικά τους καταφύγια. Σπηλιές μνήμης που μέσα τους μπορούν για λίγο να ζήσουν ασφαλείς, μέχρι να εκτεθούν και πάλι στην αντιξοότητα του παρόντος χρόνου. Μοιάζει με αυταπάτη, αλλά είναι ένα πραγματικό κομμάτι ζωής. Μόνο που δεν είναι χειροπιαστό.
Σε αυτό το υπαρκτό, αλλά άυλο κομμάτι επιστρέφω. Φαντάζομαι το κάνουν κι άλλοι. Δεν τολμώ ν’ αναρωτηθώ «θυμάσαι;», γιατί δεν θέλω να είναι μνήμη. Είναι μια πραγματικότητα φτιαγμένη από τα κομμάτια που άξιζαν ν’ αντέξουν. Γι’ αυτό, απλώς θυμάμαι.
Η κάθε γενιά έχει τη δική της ιστορική ή κοινωνική μνήμη. Φτιαγμένη άλλοτε από πολέμους, γέλια ή δάκρυα, από παιχνίδια της αλάνας ή από pixel του playstation. Και σχεδόν πάντα από την επιβολή του έρωτα. Αναρωτιέμαι πολλές φορές τι μυρωδιές θα θυμούνται οι σημερινές γενιές. Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα θυμούνται. Αν όχι τη μυρωδιά ενός νυχτολούλουδου, αυτή μιας πόλης σε οργασμό.
Πριν από μερικές μέρες, σ’ ένα σπίτι, ένας φίλος μου έβγαλε και μου έδειξε ένα καλά φυλαγμένο Amstrad 64. Ένα παλαιολιθικό κομπιούτερ της δεκαετίας του ‘80. Αυτή η άψυχη συσκευή με έκανε να αισθανθώ συγκίνηση. Με γύρισε στα φοιτητικά χρόνια, τότε που με ανοιχτό το στόμα βλέπαμε μια οθόνη με αριθμούς να μετασχηματίζεται σ’ ένα ανθρώπινο πρόσωπο, μέσα από ένα πρόγραμμα κομπιούτερ που έμοιαζε περισσότερο με θαύμα παρά με λογική διαδικασία.
Φαντάζομαι πως οι επόμενες γενιές θα βλέπουν με την ίδια νοσταλγία ένα iPhone της δεκαετίας μας και σίγουρα θα θυμούνται κάποια από τα ερωτικά μηνύματα με τα οποία συνδέθηκε. Έτσι είναι, η μνήμη φτιάχνεται με τα υλικά της ανάγκης μας. Γι’ αυτό μπορείς να καταφεύγεις σε αυτήν, ξέροντας πως καταφεύγεις στη γνησιότητα της ζωής σου. Έστω και ωραιοποιημένης.
Γι' αυτό επιστρέφω τέτοιες μέρες. Νομίζω πως πια επιστρέφω στην απλότητα εκείνων των ημερών. Στην ειλικρίνεια των συναισθημάτων.Δεν είναι φυγή, είναι αυτογνωστική άσκηση. Οι άνθρωποι χρειάζονται ελάχιστα πράγματα για να είναι ευτυχισμένοι. Και κάνουν πολλά για να μην είναι.
γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης
από το lifo
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου