Κατά την συνάντηση της 27ης Οκτωβρίου στις Βρυξέλλες, η Μέρκελ φέρεται να διαμήνυσε στους τραπεζίτες ότι, είτε θα δεχθούν το 50% κούρεμα, είτε θα πτωχεύσει την Ελλάδα. Μερικές ημέρες νωρίτερα η Αμερική ξεκαθάριζε στην Γερμανία ότι αν οι Ευρωπαίοι δεν “κλείσουν” το θέμα στην συνάντηση της 26ης Οκτωβρίου, η Αμερική θα έβαζε δασμούς στα προϊόντα που εισάγει από την Γερμανία.
Προχθές, ο ΓΑΠ, εκβίασε ουσιαστικά όλους αυτούς που δεν... θέλουν να ενεργοποιηθούν τα CDS οδηγώντας την Ελλάδα σε ένα δημοψήφισμα με σίγουρο το αρνητικό αποτέλεσμα. Αν και ακόμα δεν έχει λήξει το θέμα και σύμφωνα με τις πληροφορίες μας δεν θα λήξει με ορθόδοξο τρόπο (π.χ. εκλογές), μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε την εμφανή πλέον παρουσία του εκβιασμού ως διαπραγματευτική τακτική.
Ο εκβιασμός ήταν και θα είναι πάντα το απόλυτο όπλο όταν οι υπόλοιπες διαπραγματευτικές και διπλωματικές τακτικές φαίνεται ότι δεν φέρνουν το ζητούμενο αποτέλεσμα. Όταν το πάρε – δώσε σταματά να γίνεται στην βάση του “κερδίζω – κερδίζεις” τότε μετατρέπεται σε ένα, σταδιακά όλο και πιο φανερό, όπλο των ισχυρών παικτών. Στην περίπτωσή μας, μιλάμε πλέον για μια ξεκάθαρη μεταστροφή της συναισθηματικής συνεργατικής βάσης από το “πάμε όλοι μαζί να φτιάξουμε την οικονομία” στο “είτε κάνεις αυτό που θέλω, είτε θα το πληρώσεις με κάποιο τρόπο”.
Ουσιαστικά, αν αποστασιοποιηθούμε λίγο, αυτό που θα παρατηρήσουμε είναι η αύξηση των συναισθηματικών πιέσεων και η εμφάνιση περισσότερο έντονων συναισθημάτων. Το γεγονός αυτό, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αν δει κάποιος τις εξελίξεις από συναισθηματικής πλευράς. Είναι τόσο ενδιαφέρον που με απλή λογική μπορεί ακόμα και να μας δείξει τι θα γίνει τους επόμενους μήνες.
Με δεδομένο ότι η κάθε μας κίνηση εκτός από τα οικονομικά, κοινωνικά ή άλλα κίνητρα, οδηγείται κατά βάση από το συναίσθημα, έχουμε την δυνατότητα με μια πολύ μικρή ανάλυση να “μαντέψουμε” το μέλλον, τόσο σε επίπεδο διοικούντων, όσο και σε επίπεδο κόσμου.
Σε επίπεδο διοικούντων (κυβερνήσεις κρατών, ΕΕ, G20, ΗΠΑ, BRIC) αμέσως μετά το 2007 υπήρχε μια διάχυτη ανησυχία στο πως θα αντιμετωπιστεί η κρίση που ξεκίνησε από την Αμερική. Αμέσως μετά, και με το ξεκίνημα των συζητήσεων για πιθανές λύσεις, κυριάρχησε το συναίσθημα της ευθύνης το οποίο και κράτησε στο τραπέζι τους “μεγάλους” για 2-3 ακόμα χρόνια. Με τις λύσεις να αποτυγχάνουν η μια μετά την άλλη, περάσαμε από το 2010 και μετά σε μια πιο έντονη κατάσταση συναισθηματικής πίεσης που περισσότερο έμοιαζε με ανυπομονησία. Αυτό κράτησε και μέχρι τις αρχές του 2011. Με την έλλειψη της υπομονής αλλά και με την κούραση στις πλάτες τους, οι “μεγάλοι” ξεκίνησαν, μη φανερά, την χρήση εκβιαστικών αναφορών. Αυτό συνέβαινε μεταξύ τους, χωρίς να βγαίνει κάτι στην επιφάνεια. Αυτό που έβγαινε προς τα έξω ήταν οι εκβιασμοί των κυβερνήσεων προς τους πολίτες – διαμέσου του βουλευτικού σώματος (με την τρέχουσα εξέλιξη του δημοψηφίσματος, ο εκβιασμός διαμέσου των βουλευτών αντί απ’ ευθείας στον πολίτη, έχει μεγάλη σημασία, διότι διαφοροποιεί την ψυχολογική πίεση του τελευταίου). Όπως σημειώσαμε στην αρχή του κειμένου οι εκβιασμοί μεταξύ των μεγάλων, έχουν πλέον γίνει δημόσιοι και μάλιστα όσο προχωράμε γίνονται και πιο ισχυροί. Επιπλέον αν με ψυχραιμία εξετάσουμε το περιεχόμενο των εκβιασμών, τότε θα διαπιστώσουμε ότι όλοι έχουν οικονομικό περιεχόμενο. Κούρεμα, πτώχευση, ανάπτυξη, δασμοί, ασφάλιστρα κλπ…
Αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε, μόνοι μας, χωρίς την βοήθεια άλλων, τι ακολουθεί έναν εκβιασμό σε περίπτωση που ο εκβιαζόμενος δεν δεχθεί να υποκύψει τότε με μια σχετική ασφάλεια, θα μπορούμε να προβλέψουμε – συναισθηματικά πάντα – τι πρόκειται να ακολουθήσει. Και αυτό που θα ακολουθήσει, είναι θυμός. Ποιες λοιπόν θα είναι οι επιλογές τους σε κατάσταση θυμού και από την στιγμή που βλέπουν ότι ακόμα και με εκβιασμούς δεν γίνεται το θέλημά τους; Μια επιλογή είναι η φυγή από την διαπραγμάτευση. Είναι επιλογή. Να πουν άντε στα τσακίδια, δεν βγάζουμε άκρη με εσάς. Γνωρίζουμε ότι αυτό δεν θα το κάνουν. Και δεν θα το κάνουν διότι με το σύστημα της φιλελεύθερης αγοράς και της παγκόσμιας οικονομίας που έχουν επιβάλλει τα προηγούμενα χρόνια, είμαστε όλοι συνδεδεμένοι. Τόσο πολύ που δεν μπορεί κάποιος να πάρει μια σημαντική απόφαση χωρίς να υπολογίζει τους άλλους (γι΄αυτό άλλωστε στην πρόσφατη συνάντηση της 26ης Οκτωβρίου προστέθηκε όρος ώστε κάθε σημαντική απόφαση κράτους-μέλους να έχει την έγκριση της Ε.Ε.). Άρα κανείς δεν μπορεί να πει ‘άντε στα τσακίδια’ και να φύγει από το τραπέζι. Σε αυτή την περίπτωση, δυστυχώς, η μόνη επιλογή η οποία ενισχύεται και με τον υφιστάμενο θυμό, είναι η ενίσχυση των εκβιασμών, όχι πλέον μόνο σε οικονομικό επίπεδο αλλά και σε πολιτικό ή κοινωνικό, με φυσική κατάληξη στους εκβιασμούς στρατιωτικού περιεχομένου. Η μεταφορά δηλαδή των εκβιασμών από οικονομικής φύσης, σε πολιτικής, κοινωνικής, ακόμα και πολεμικής. Άρα στο άμεσο μέλλον – από συναισθηματικής πάντα ανάλυσης – θα πρέπει να αναμένουμε εκβιαστικές τακτικές οι οποίες δεν θα έχουν να κάνουν με τα οικονομικό, αλλά κατά την γνώμη μας, με στρατιωτικό περιεχόμενο.
Σε επίπεδο πολιτών, τα πράγματα μέχρι πρόσφατα ήταν περισσότερο απλά. Από το 2007 η ανασφάλεια ξεκίνησε να μεταδίδεται σταδιακά σε όλες τις χώρες του λεγόμενου Δυτικού κόσμου. Η ανασφάλεια αυτή, σε συνδυασμό με τις μη καρποφόρες λύσεις των διοικούντων μετατράπηκε σε αγανάκτηση, η οποία φυσικά και μεγεθύνθηκε από τα κατάλληλα κέντρα, ώστε να μετατραπεί εύκολα σε οργή. Είναι γνωστό σε αυτούς που ασχολούνται ότι ο συνδυασμός οργής και φόβου είναι το πλέον εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να υπάρξει. Και αυτό, γιατί μπορεί μεν ο φόβος να λειτουργεί ο μέσο καθοδήγησης των πολιτών, αλλά ο φόβος μαζί με την οργή λειτουργεί κατά βάση ως μέσο αντίδρασης σε κάθε τι που προέρχεται από το επίπεδο των διοικούντων. Η συναισθηματική αυτή κατάσταση για να ελεγχθεί (η μόνιμη απασχόληση των “από πάνω”) είναι ένα μεγάλο σοκ. Μια μεγάλη αλλαγή στην καθημερινότητα. Η αλλαγή αυτή, με δεδομένα τα όσα αναφέραμε για τους διοικούντες έχει μεγάλη πιθανότητα να είναι μια αύξηση του φόβου, από τον φόβο για την διαβίωση, στον φόβο για την επιβίωση. Ένας πόλεμος δηλαδή.
από το kotsarikos
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου