Καλώς ήρθατε

Για μια «ντούμπλα» δραχμές

Τα δέκα πρώτα χρόνια μετά τον ξεριζωμό του 1922 πέρασαν γεμάτα βάσανα, ανέχεια κι αρρώστιες για την οικογένειά μου. Δυστυχώς, χάσαμε το ένα αδελφάκι μου από τύφο κι ο πατέρας αγκομαχούσε για να θρέψει τα άλλα εννιά στόματα. Η μάνα φρόντιζε πέντε παιδιά και δυο γέρους κι εγώ ο μεγαλύτερος, στα δεκαπέντε τότε, έκανα θελήματα στο λιμάνι κουβαλώντας κασέλες με μπακαλιάρο που ξεφόρτωναν τα εγγλέζικα καράβια ή καλαμπόκι απ΄ τη Ρωσία.

Η Ελλάδα, πάνω που πήγε να ορθοποδήσει από το πλήγμα της Μικρασιατικής καταστροφής βρέθηκε αντιμέτωπη όπως κι όλη η οικουμένη με τη χρεοκοπία του 1929 - 1932.

Οι άνθρωποι δεν είχαν τα απαραίτητα για... να ζήσουν τις πολυάριθμες οικογένειές τους καθώς είναι γνωστό πως έκαναν πολλά παιδιά οι Έλληνες τότε.

Αναγκάζονταν λοιπόν να πουλάνε κοψοχρονιά τα ελάχιστα χρυσαφικά τους στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στους αργυραμοιβούς.

Σε ηλικία 25 χρονών, ένα πρωί με έστειλε ο πατέρας μου να πουλήσω κι εγώ ένα μενταγιόν της γιαγιάς, κειμήλιο απ΄ τις πατρίδες, για το γάμο της αδελφής μου.

Αυτό που έζησα εκείνες τις... μέρες δεν περιγράφεται. Μόνο αν κανείς στεκόταν στην πρώτη αίθουσα της Τράπεζας της Ελλάδος θα μπορούσε να αντιληφθεί την τραγωδία που παιζόταν με την προσφορά χρυσών λιρών και κοσμημάτων.

Πλήθος ανθρώπων κάθε κοινωνικής τάξης και ηλικίας συνωθούνταν μπροστά στη μοναδική θυρίδα και περνούσαν ένα ψυχολογικό μαρτύριο μέχρι να καταφέρουν να πουλήσουν τα χρυσαφικά τους.

Αυτό συνέβαινε γιατί το κράτος απαγόρευε με νόμο να αγοράζουν χρυσό οι χρυσοχόοι παρέχοντας το δικαίωμα μόνο στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Από την άλλη, η τράπεζα βρέθηκε απροετοίμαστη για την εξυπηρέτηση του κοσμάκη που είτε από ανάγκη είτε από ανασφάλεια κατέκλυζε καθημερινά το γκισέ της.

Έτσι ήταν απίστευτη η ταλαιπωρία στην οποία υποβάλλονταν όσοι είχαν να παραδώσουν ένα χρυσό νόμισμα. Πρώτα έπρεπε να αποταθεί ο κάθε βασανισμένος στον εκτιμητή της αξίας του κοσμήματος.

Από κει έπαιρνε έναν αριθμό και περίμενε τη σειρά του μπροστά σε άλλη θυρίδα μέχρι να κληθεί για να του ζυγίσουν το νόμισμα. Κατόπιν, με σχετικό σημείωμα πήγαινε σε άλλο υπάλληλο και μετά στο λογιστή που του έβγαζε το κοστολόγιο με βάση την τρέχουσα τιμή της ημέρας.

Και αφού του έδινε τη σχετική απόδειξη μπορούσε να πάει τελικά στο ταμείο όπου και έπαιρνε τα ελάχιστα χρήματα που ποτέ δεν έφταναν για να καλύψει τις άμεσες ανάγκες του.

Πόση ώρα χρειαζόταν αυτή η διαδικασία δεν απασχολούσε, φαίνεται, κανέναν αρμόδιο αφού το ωράριο των συναλλαγών αυτών ήταν αυστηρά καθορισμένο από τις 9 μέχρι τις 12 κάθε πρωί.

Έτσι ο περισσότερος κόσμος ταλαιπωρούνταν όχι για ώρες αλλά για μέρες. Πολλοί έρχονταν στη Θεσσαλονίκη για να πουλήσουν μια ντούμπλα - όπως αποκαλούσαν χειροποίητα φλουριά και κοσμήματα.

Την αγόραζε η τράπεζα για 400 δραχμές, όσα χρειάζονταν για να φορτώσουν 100 οκάδες καλαμπόκι και να πάνε στα χωριά τους για να θρέψουν τις φαμίλιες τους.

Για να μην τα πολυλογώ, παρουσιάστηκα στην τράπεζα κι εγώ στις 9 το πρωί. Κόσμος και κοσμάκης μπροστά στη θυρίδα του εκτιμητή. Περίμενα στην ουρά μέχρι που ήρθε το μεσημέρι και η θυρίδα έκλεισε ενώ πολλοί εξακολουθούσαμε να περιμένουμε.

«Πέρασε η ώρα κύριοι. Αύριο πάλι» είπε ο σοβαροφανής υπάλληλος με τα μαύρα μανίκια. Γύρισα στο σπίτι άπραγος. Ο πατέρας με κατσάδιασε γιατί αδυνατούσε να με πιστέψει.

Την άλλη μέρα η ίδια σκηνή. Η σειρά μου δεν ερχόταν ποτέ. Και ξέρετε γιατί; Προτιμούνταν οι επιτήδειοι, οι γνώριμοι, που πήγαιναν απ΄ την πόρτα του εκτιμητή με το σημείωμα στο χέρι και με ένα νεύμα πέρναγαν.

Στο μεταξύ, οι χωρικοί σπρώχνονταν, η αστυνομία δεν επενέβαινε και στοιβάζονταν στην ουρά όλοι προσπαθώντας, αλλά μάταια. Ήρθε πάλι το μεσημέρι και πάλι πήραμε την ίδια απάντηση. «Περάστε αύριο».

Την τρίτη μέρα ίσως κατάφερναν κάποιοι χωρικοί να πουλήσουν κάτι αλλά για ποιο λόγο τόση ταλαιπωρία αφού οι 400 δραχμές της ντούμπλας θα φαγώνονταν σε διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία και σε φαγητό στα εστιατόρια της Θεσσαλονίκης;

Ωστόσο το δράμα στην τράπεζα συνεχιζόταν….

Ήταν η εποχή που παραιτήθηκε ο πρωθυπουργός Ελ. Βενιζέλος, αδυνατώντας να κουμαντάρει το σκάφος του χρεοκοπημένου κράτους.

Στο λιμάνι, πάνω στο καράβι που ξεφορτώναμε δέρματα, μπαχαρικά και υφάσματα απ΄την Τουρκία ένας αψύς, εκδηλωτικός και φιλικός μαζί μου Τούρκος ναυτικός μου έδειξε το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας που κράταγε.

Φρεσκάροντας όσα τουρκικά γνώριζα από το σχολείο στη Σμύρνη είδα ένα άρθρο της «Τζουμχουριέτ» με σχόλια του τουρκικού Τύπου για την οικτρή οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα.

Παρόλο που οι πληγές της προσφυγιάς ήταν ακόμα ανοιχτές και θυμόμουν τον παππού μου που έλεγε πως «ο Τούρκος φίλος δεν πιάνεται, παιδί μου» διέκρινα πως τα σχόλια της εφημερίδας απέπνεαν μια φιλική συμπάθεια για την Ελλάδα…

Τούτος ο μυστήριος Τούρκος, o Μισίρ, από το φορτηγό Dolunay, όπως λένε την Πανσέληνο στη γλώσσα τους, μου φαινόταν καλά πληροφορημένος.

Πρώτα με την «Τζουμχουριέτ», ύστερα με τη «Μιλιέτ» (Milliyet), τις μεγάλες εφημερίδες της χώρας του με τροφοδοτούσε με ενημέρωση που στα ελληνικά ήταν απρόσιτη αφού εφημερίδα βλέπαμε στο σπίτι μόνο όταν ο μπακάλης τύλιγε την καπνιστή αυγωμένη ρέγκα, που θα συνόδευε το λιτό μεσημεριανό όλης της οικογένειας, μέσα σε κανένα απόκομμα της εφημερίδας «Μακεδονία» που κυκλοφορούσε από την εποχή των Βαλκανικών πολέμων.

Με ενδιαφέρον διάβασα, λοιπόν εκεί τις φιλοβενιζελικές θέσεις του τουρκικού τύπου για την χρεοκοπία της χώρας μας το 1932. Σε πρωτοσέλιδα άρθρα και οι δύο εφημερίδες αναφέρονταν στην παραίτηση του Βενιζέλου, κρίνοντας με επαινετικά λόγια την τετραετή θητεία του.

Παραδέχονταν πως ανέπτυξε αξιοσημείωτη δραστηριότητα και πως αποκατέστησε σχέσεις ειλικρινούς φιλίας με το τουρκικό κράτος.

Απέδιδαν την πτώση της κυβέρνησής του όχι σε πολιτικά αίτια αλλά στην παγκόσμια κρίση που έπληξε και την Ελλάδα εξαιτίας της αδιαλλαξίας των πιστωτών της.

Κατέτασσαν την Ελλάδα στα εμπορικά έθνη εξηγώντας έτσι την κατάρρευσή της, δεδομένου ότι η κρίση έπληξε τις εμπορικές και παραγωγικές χώρες. Η κρίση, επομένως, στέρεψε τις πηγές αυτές και στην Ελλάδα.

Καθόσον οι εισαγωγές της υπερέβαιναν και τότε τις εξαγωγές της η χώρα κλονίστηκε περισσότερο.

Οι Τούρκοι έβλεπαν πως τη λύση των προβλημάτων μπορούσαν να δώσουν οι Έλληνες έμποροι του εξωτερικού, διοχετεύοντας το συνάλλαγμά τους για τις εισαγωγές και για την αποκατάσταση του ισοζυγίου πληρωμών της Ελλάδας.

Η Ελλάδα που πλήρωνε τακτικά το δημόσιο χρέος της, ζήτησε βοήθεια από την Κοινωνία των Εθνών και τους πιστωτές της. Η απάντηση και από τις δύο πλευρές ήρθε άτεγκτη. Ζήτησαν άμεση και ανελλιπή πληρωμή.

Ο Βενιζέλος απάντησε πως η επιμονή τους υποβίβαζε περισσότερο την αξία της δραχμής. Και επειδή δεν ήθελε να φέρει σε ακόμα πιο δυσάρεστη θέση το κόμμα του παραιτήθηκε.

Από την άλλη, το κόμμα των Λαϊκών στην Αντιπολίτευση δεν στήριξε την κυβέρνηση. Απέρριψε κάθε πρόταση συνεργασίας, ενώ δήλωσε πως δεν θα επαναφέρει τη βασιλεία. Προετοίμασε δε την παραπομπή του Βενιζέλου στη Δικαιοσύνη ως υπαίτιου για τη χρεοκοπία.

Οι δανειακές υποχρεώσεις της Ελλάδας υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνατότητές της εφόσον συνήψε μεγάλα δάνεια, όταν η Διεθνής Κοινότητα ήταν ευνοϊκή απέναντί της.

Οι Τούρκοι παραδέχονταν πως η Ελλάδα δεν κατασπατάλησε τα δάνεια αλλά έκανε έργα, αδυνατώντας, όμως, να πληρώσει τα μερίδια του χρέους. Κι ενώ δόθηκε μικρή βοήθεια στη Βουλγαρία στην Ελλάδα την αρνήθηκαν.

Και η τουρκική «Τζουμχουριέτ», θυμάμαι, έκλεινε το άρθρο της ευχόμενη ταχεία ανάρρωση από την κρίση στην Ελλάδα που διερχόταν οριακές στιγμές πτωχή, χρεοκοπημένη και ακέφαλη.

Εκείνο το πρωί, σκαντζάρισα βάρδια και με την εφημερίδα παραμάσχαλα έφυγα βολίδα για την τράπεζα. Από τις 5:00 η ώρα ξεφορτώναμε στο λιμάνι στοίβες τα κασόνια.

Ποιος άκουγε πάλι τον πατέρα μου αν δεν κατάφερνα και σήμερα να «σκοτώσω» εκείνο το πολύπαθο μενταγιόν της γιαγιάς που σώθηκε στο διωγμό κι ήταν η μόνη μας ελπίδα για να κάνουμε το γάμο της αδελφής μου όπως έπρεπε.

Πήρα και πάλι θέση στην ουρά, για τρίτη μέρα, έξω από την τράπεζα. Κόσμος και κοσμάκης μπροστά στη θυρίδα του εκτιμητή των κοσμημάτων.

Στις 9:00 η ώρα άνοιξε η θυρίδα του εκτιμητή. Με τα πολλά ήρθε η σειρά μου. Η χαρά που με πλημμύρισε μόλις έβαλα στην τσέπη τις 400 δραχμές από την πώληση του χρυσαφικού εξανεμίστηκε από ένα θλιβερό συμβάν.

Μια γυναίκα έκλαιγε, φώναζε, διαμαρτυρόταν. Είχε φέρει να πουλήσει τη βέρα της. «Αμάν! Αρρώστησε σοβαρά το παιδί μου. Πρέπει να το πάω στο Νοσοκομείο. Είναι ανάγκη να πληρώσω 100 δραχμές για να το δεχτούν. Κανείς σας δεν συγκινιέται;».

«Θα περιμένετε στη σειρά σας» της απαντούσαν.

Κι όπως έμαθα από κοινό γνωστό μας, περίμενε μέρες, περίμενε ώρες στην ουρά, ενώ το παιδί της ψηνόταν στον πυρετό κινδυνεύοντας να πεθάνει.

Κι ο επίλογος ήταν ακόμα πιο φρικτός. Όταν κατάφερε να φτάσει μπροστά στη θυρίδα έσκασε η βόμβα από τα χείλη του εκτιμητή. «Η βέρα σας κυρία είναι χάλκινη. Δεν έχει καμιά αξία».

Έφυγε μαραμένη η γυναικούλα. Δεν παραιτήθηκε, όμως. Πήγε να ζητήσει και μια δεύτερη γνώμη στα χρυσοχοεία της Θεσσαλονίκης.

Κι εκεί πληροφορήθηκε όλο ανακούφιση πως η βέρα δεν είναι χάλκινη αλλά μαλαματένια. Και πως έπιανε τις εκατό δραχμές. Πήγε να γελάσει τα χειλάκι της. «Δόξα σοι ο Θεός» ψιθύρισε.

Όχι για πολύ, δυστυχώς. «Η διαδικασία λιωσίματος της βέρας στοιχίζει όσο και η αξία της» της συμπλήρωσε ορθά κοφτά ο χρυσοχόος. Δώρον άδωρον, δηλαδή. Η γυναικούλα έβαλε κάτω το κεφάλι κι απομακρύνθηκε χλωμή και απελπισμένη. Το τι απέγινε δεν ήξερε ούτε κι ο κοινός γνωστός μας να με πληροφορήσει.

Εκείνες τις μέρες πολλά είδα, άκουσα κι έμαθα, στημένος στο γκισέ. Ο εκτιμητής, το νόμισμα των δεκαοκτώ καρατίων το έγραφε για δεκαέξι. «Για να είναι πάντα μέσα η τράπεζα και να μην χάνει» έλεγε.

Αλλά όταν οι χρυσοχόοι το δέχονταν για δεκαοκτώ καράτια θάπρεπε να είναι τρελός κανείς για να το πουλήσει δύο καράτια λιγότερο στην τράπεζα.

Το κατάστημα ήταν χωρίς διευθυντή και επικρατούσε ακαταστασία.
Ο κόσμος φώναζε και κανείς δεν εύρισκε το δίκιο του.
Εποχές θλιβερές…

Ο μπάρμπα - Γιάννης δε βρίσκεται πια στη ζωή. Από τότε, όμως, καθώς έλεγε, κάτι τον παρακίνησε κι άρχισε να μαζεύει ντούμπλες και μετέπειτα κατοχικές λίρες. Δεν σταμάτησε ποτέ να γεμίζει τον κορβανά του με χρυσά νομίσματα.

Πέρασαν αρκετές δεκαετίες. Το χρυσό του κομπόδεμα, άλλοτε έχανε την αξία του, άλλοτε εθεωρείτο παράνομο και για πολλά χρόνια βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. Δεν το αποχωρίστηκε ποτέ ούτε και όταν καλοπάντρεψε τα τρία παιδιά του.

Στο τέλος της ζωής του, έκλεισε τα μάτια του σε ένα καινούριο τετραώροφο που έχτισε στον Εύοσμο της Θεσσαλονίκης, εκποιώντας ένα τενεκέ με χρυσές λίρες που είχε αρχίσει να μαζεύει από το ΄32.

Δεν ξέρουμε αν η επενδυτική του επιλογή ήταν η επικρατέστερη. Μπορεί, με διαφορετική πορεία, να πέθαινε φτωχότερος ή και πλουσιότερος. Ξέρουμε μόνο πως έφυγε ευχαριστημένος απ΄τη ζωή και πείνα δεν γνώρισε ούτε στην Κατοχή.

Με μόνη κληρονομιά την πικρή προσφυγιά, με τη δουλειά του λιμανιού και την τέχνη του καλαθιού και με μια καρδιά ανοιχτή σαν τριαντάφυλλο, μαζί μ΄ ένα δισάκι λίρες, περνώντας από ένα διωγμό, μια χρεοκοπία, ένα Παγκόσμιο πόλεμο έναν Εμφύλιο και μια χούντα κράτησε τη ζωή του ψηλά και τίμησε τις πατρίδες που αποχωρίστηκε, αφού κατάφερε και κάρφωσε στο όνομά του τη Σμύρνη των ονείρων του κι έμεινε στη μνήμη όλων με την επωνυμία ο Γιάννης ο Σμυρνιός!
capital

0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:

Related Posts with Thumbnails