Έπειτα από μήνες διαβουλεύσεων και θεωρώντας ότι έχει βάλει όλα τα υπόλοιπα θέματα σε μια ρότα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε χθες την κεντρική πολιτική γραμμή της για τις αποκρατικοποιήσεις. Μια πολιτική γραμμή που δεν επεφύλασσε ουσιαστικά καμία έκπληξη καθώς δεν ξέφυγε από τις μεσοβέζικες λύσεις που προσπαθεί να εφαρμόσει στα περισσότερα φλέγοντα ζητήματα τους τελευταίους πέντε κρίσιμους μήνες. Μισόλογα και «δικλείδες ασφαλείας» για την περίπτωση που κορυφωθούν οι αντιδράσεις ήταν το κύριο χαρακτηριστικό μαζί με μπόλικη αισιοδοξία για την επιτυχή έκβαση του «σχεδίου». Αν στο σκηνικό προσθέσει κανείς και τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, τότε έχει ένα πλήρες θέατρο του παραλόγου με την κυβέρνηση να μην ιδιωτικοποιεί ουσιαστικά τίποτε και την αντιπολίτευση (και εσωκομματική) να μιλά για ξεπούλημα!
Η κυβέρνηση μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται την ανάγκη για «εξορθολογισμό» των αγορών μέσω της διαδικασίας εισόδου ιδιωτών και θεωρεί ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο πιέζεται πανταχώθεν να προβεί σε αποκρατικοποιήσεις σχετίζεται με τον περιορισμό των υπέρογκων δαπανών και την εισροή ζεστού χρήματος στα ταμεία. Ακόμη και χωρίς τα παράπλευρα οφέλη, αν κατόρθωνε να κάνει τέτοιες διορθωτικές κινήσεις, δεν θα ήταν πρόβλημα.
Το πρόβλημα ξεκινά από το... γεγονός ότι η κυβέρνηση (ή έστω το μέρος της που πιέζει για αποκρατικοποιήσεις) δεν αναζητά στην πραγματικότητα επενδυτές αλλά κορόιδα. Τι άλλο μπορεί να υποθέσει κανείς όταν ακούει για εκχώρηση μειοψηφικού ποσοστού και ταυτόχρονη διατήρηση του management; Ουσιαστικά ζητά από επενδυτές να δώσουν τα πολύτιμα κεφάλαιά τους για να τα διαχειριστούν οι διορισμένες από το κράτος διοικήσεις. Αυτές δηλαδή που έφεραν τους οργανισμούς στο χείλος της καταστροφής και ακόμη παραπέρα. Ποιος σώφρων άνθρωπος (πολλώ δε μάλλον επενδυτής) θα επένδυε σε μια εταιρεία που αποδεδειγμένα δεν μπορεί να ασκήσει σεπτή διαχείριση;
Τα περιφερειακά λιμάνια, οι δύο εταιρείες ύδρευσης, τα ΕΛΤΑ, η ΔΕΗ, η ΔΕΠΑ, η ΔΕΣΦΑ και το Αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος (ασχέτως αν μερικές εξ’ αυτών είναι κερδοφόρες και άλλες όχι) εντάχθηκαν στο γενικότερο «πρόγραμμα» αποκρατικοποιήσεων, χωρίς ωστόσο να... αποκρατικοποιούνται. Το κράτος θα διατηρήσει την πλειοψηφία των μετοχών και θα διορίζει το management. Ουσιαστικά με τον όρο αποκρατικοποίηση εννοεί την ευκαιρία να πουλήσει στο Χ.Α. πακέτα μετοχών. Όπως ακριβώς θα έκανε κάθε επενδυτής που είχε στα χέρια του τις μετοχές και χωρίς τυμπανοκρουσίες και συνεντεύξεις Τύπου. Θα αρκούσε μια λιτή ανακοίνωση εντός του επόμενου τριημέρου. Η διαφορά με οποιονδήποτε άλλον επενδυτή είναι ότι η κυβέρνηση αναγκάζεται να δώσει τα πακέτα σε μια περίοδο που το Χ.Α. αλλά και γενικότερα οι αποτιμήσεις των αξιών βρίσκονται στα Τάρταρα.
Η περίπτωση του ΟΣΕ είναι διαφορετική. Ο όποιος αγοραστής, θα αποκτήσει το 49% της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και το management. Απομένει ωστόσο να δούμε αν ο επενδυτής θα αγοράσει μαζί και τα χρέη του ΟΣΕ που ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ. Αν επίσης δεν ξεκαθαριστούν θέματα όπως η μονιμότητα του προσωπικού, τα φεουδαρχικά δικαιώματα των συνδικαλιστών και η πιθανότητα άσκησης κοινωνικής πολιτικής μέσω της επιχείρησης, δεν μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι οι επενδυτές θα κάνουν ουρές στο Σύνταγμα.
Παρά την ατολμία της κυβέρνησης να προχωρήσει σε τομές που θα τις απέφεραν πραγματικά έσοδα και θα δημιουργούσαν νέες συνθήκες στην αγορά αλλά και μια «ζωντάνια», η αντιπολίτευση (ή έστω μέρος αυτής αλλά και η εσωκομματική) κάνει λόγο για ξεπούλημα! Τι ξεπουλάει ακριβώς δεν διευκρινίζεται, αλλά η λέξη από μόνη της αρκεί να δημιουργήσει ντόρο. Αν η απόπειρα ανεύρεσης «σωτήρα» για τον ΟΣΕ που χάνει περισσότερα από 1 δισ. ευρώ το χρόνο είναι ξεπούλημα, ίσως πρέπει να το ξανασκεφτούμε.
Πρόκειται όμως για χρήματα που προς στιγμή πληρώνουμε όλοι μας και μαζί και οι πιο αδύναμοι οικονομικά, οπότε καλό θα ήταν να υπάρχει σοβαρότητα όταν εκφέρονται διάφορες απόψεις. Αν πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να συμμαζέψει τον ΟΣΕ, απλώς πρέπει να καταλάβει ότι δεν υπάρχει άλλος χρόνος και κυρίως χρήμα για χάσιμο.
Το κράτος συμπεριφέρεται σαν να έχει βγάλει προς πώληση εταιρείες-φιλέτα, που κάθε σοβαρό επενδυτικό χαρτοφυλάκιο θα ήθελε να περιλαμβάνει στις συμμετοχές του. Προφανώς κάποιες από αυτές τις εταιρείες θα μπορούσαν πράγματι να είναι φιλέτα. Ωστόσο με μια πρώτη ματιά, τα φιλέτα δεν εκχωρούνται ούτε καν τίθεται θέμα συζήτησης. Έτσι, μπορεί τα 10 περιφερειακά λιμάνια να παρουσιάζουν ενδιαφέρον αλλά για ΟΛΠ και ΟΛΘ δεν συζητήθηκε τίποτε.
Η περιβόητη «πλήρης πώληση της συμμετοχής σε καζίνο» δεν αφορά παρά την πώληση του ποσοστού της Πάρνηθας και ενδεχομένως την κύρωση της σύμβασης για το καζίνο της Κέρκυρας που εδώ και πολλούς μήνες για ανεξήγητους λόγους βρίσκεται «στον αέρα». Πουθενά επίσης δεν επισημαίνεται ότι για κάθε ευρώ που παίζεται στα καζίνο, το κράτος εισπράττει τη μερίδα του λέοντος.
Οι άδειες για δικτυακό στοίχημα και τα φρουτάκια «θα» συζητηθούν μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου που θα ρυθμίζει την αγορά και μαζί θα περιλαμβάνει και τη χρονική επέκταση του μονοπωλίου του ΟΠΑΠ. Του πραγματικού δηλαδή φιλέτου, για το οποίο το Δημόσιο φροντίζει να διατηρεί το δεσμευτικό 34%. Πως αλλιώς να κάνει όταν η μετοχή απαξιώνεται καθημερινά και διάφορες «ομάδες» θεωρούν την οποιαδήποτε απώλεια κρατικού ελέγχου στον Οργανισμό, casus belli;
Το πόσο πιθανό είναι να βρει επενδυτές για όλ’ αυτά θα το δείξει το μέλλον. Οι εξαιρετικά χαμηλές αποτιμήσεις θα μπορούσαν να καθιστούν ακόμη και τις συμμετοχές ενδιαφέρουσες, αν οι επενδυτές ήταν βέβαιοι για την άσκηση ορθολογικής διοίκησης κάτι που θεωρείται αδιανόητο αν εξετάσει κανείς το παρελθόν των περισσοτέρων εταιρειών όπου το δημόσιο ήλεγχε τα πάντα. Ακόμη όμως και όταν το Δημόσιο δεν έχει τον πλήρη έλεγχο, έχει αποδείξει ότι μπορεί να τον ανακτήσει, όπως στην περίπτωση του ΟΤΕ. Όταν ο Βγενόπουλος απέκτησε μέσω του Χ.Α. ένα σημαντικό ποσοστό, απλώς άλλαξε το νόμο και έβαλε μια εντελώς παράλογη παράμετρο που του απαγόρευε να αγοράσει άλλες μετοχές. Tailor made νόμος δηλαδή. Το ίδιο κάνει και με τα κέρδη των εταιρειών. Όποτε θέλει αλλάζει συντελεστές και βάζει έκτακτες εισφορές.
Τέλος ακόμη και αν έχει βρεθεί ο «γαμπρός» και το δημόσιο έχει πουλήσει μια εταιρεία, δεν είναι βέβαιο ότι ο επενδυτής μπορεί να έρθει και συνεχίσει τη λειτουργία της χωρίς την άδεια ακόμη και μιας χούφτας συνδικαλιστών όπως συνέβη στην περίπτωση των Κινέζων στον ΟΛΠ. Οι Κινέζοι είχαν υπομονή και πληρώνοντας κάτι παραπάνω έκαναν τη δουλειά τους. Όσο για τους πολίτες, και οι υπομονή τους μοιάζει να έχει εξαντληθεί και φυσικά δεν μπορούν άλλο να πληρώνουν «κάτι παραπάνω»...
του Σταμάτη Ζαχαρού στο capital
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου