Ήταν πάντα ευπαρουσίαστη, μοδάτη και σκερτσόζα. Παλιά φυσιογνωμία της γειτονιάς, τρελιάρα γκόμενα της εφηβείας. Θα πρέπει να ήταν τώρα 45άρα, και είχε κάπως αλλάξει. Την θυμάμαι να κατεβαίνει από την κατηφόρα της γειτονιάς, με δύο διαφορετικές κομμώσεις την εβδομάδα, άλλοτε κόκκινα, άλλοτε ξανθιά μαλλιά, μπότες μοδάτες, πολύχρωμα φουλάρια, και μπιχλιμπίδια της λαϊκής. Θα έλεγα πως την πρόσεξα πιο πολύ από το στυλ της, ντυνόταν για να κάνει εντύπωση, να προβοκάρει. Οι φήμες της γειτονιάς έλεγαν πως ήταν από μεσαία οικογένεια, αλλά έκανε παρέα μόνον με πλούσιους. Τα καλοκαίρια πήγαινε πάντα στα νησιά, και τη βλέπαμε να γυρίζει μαυρισμένη, με απίθανους συνδυασμούς γυαλιών, καπέλων και χαϊμαλιών. Πήγαινε και σε κάποιο ιδιωτικό σχολείο.
Μια εποχή, ντυνόταν μόνο... στα μαύρα. Ίσια μαύρα μαλλιά, άσπρο χλωμό μακιγιάζ, βαθύ κόκκινο κραγιόν. Είχε έναν εξωτικό ερωτισμό, ένα καλά καμουφλαρισμένο μυστήριο που το καλλιεργούσε επίμονα και ηθελημένα. Ντυνόταν σε κάτι περίεργες μπουτίκ των Αθηνών, στενές δερμάτινες φούστες, δικτυωτά καλτσόν, γόβες στιλέτο και γύφτικα σκουλαρίκια. Ατίθασο μηχάνημα της φαντασίας, exclusive ερωτισμός και υψηλή συντήρηση.
Δεν ήξερα τι απέγινε από τότε, η μνήμη μου δεν την κράτησε σαν χρήσιμη ανάμνηση, αλλά ξαφνικά, δύο εβδομάδες πριν τις εκλογές, την είδα σε κάποια κομματική ιστοσελίδα, να ποζάρει με πολύ στυλ, υποψήφια μεγάλου κόμματος. Ρε δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα. Βάζω το όνομά της στη Γκούγκλα, και νάσου το κατεβατό. Σπουδές στην Αθήνα, στη Γαλλία, οίκος μόδας και διακόσμησης, ιδιωτικό νηπιαγωγείο, πιάνο, πρόεδρος κάποιου συλλόγου πλούσιων κυριών, οικολογικές ευαισθησίες, και πίστη στον σοσιαλισμό.
Στο απίθανο μοδάτο πανηγύρι των εκλογών, το μεγάλο κόμμα έψαχνε γυναίκες με ιδιαίτερο προφίλ - "γυναίκα, μητέρα και επιχειρηματίας". Κάποιος της έριξε την ιδέα, και εκείνη ενθουσιάστηκε. Κάποιοι τρίτοι, δικτυωμένοι, της κανόνισαν μια συνάντηση με κάποιον ματρόζο του κόμματος. Ήταν πράγματι έξυπνη, με τέλειο φωτογραφικό πορτραίτο, αυτοδημιούργητη, ενεργητική. Στη συνέντευξη που ακολούθησε, της έκαναν πολλές προσωπικές ερωτήσεις για τη ζωή της, και σεναριακές ερωτήσεις για το πως θα αντιμετώπιζε πολιτικές και οικονομικές καταστάσεις. Αρίστευσε. Μπορούσαν τώρα να αρχίσουν οι διαδικασίες.
Στη συνέχεια έπρεπε να απορροφήσει κάποια ιδεολογικά κατεβατά με πακεταρισμένη εκφραστική και ξύλινες κομματικές λέξεις. Ατάκες για την διαφθορά, την Παγκοσμιοποίηση, τις θέσεις του κόμματος για την Ε.Ε, το Ασφαλιστικό, τη δημόσια υγεία και διοίκηση, ωδές προς τα δημοκρατικά κεκτημένα και τα δικαιώματα του εργάτη. Και ενώ όλα αυτά έπρεπε να τα διαθέτει στην καβάντζα, η ρητορική έπρεπε να απλοποιηθεί σε επίπεδο πέμπτης δημοτικού, για να την πιάνουν και οι λαϊκοί. Και επειδή από την επαρχία η Κίνα έπεφτε μακρυά και η ανεργία κοντά, τα βράδια καθόταν στον καθρέφτη αποστηθίζοντας ειδικά τσιτάτα για αγρότες, το όραμά της για το κόμμα και την κοινωνία, και λαϊκά μανούρια για γυναίκες ψηφοφόρους.
Σαν ανέβηκε στο βήμα να μιλήσει, κόμπιασε. Είχε μπροστά της μια ομάδα ανθρώπων με τους οποίους δεν είχε τίποτα το κοινό. Εργάτες, βιοπαλαιστές, βαλτοί του κόμματος, γυναίκες των συλλόγων, χωριάτες της γης, κάθε λογής περίεργο. Βλαχουριά. Για τί σοσιαλιστικό όραμα να τους μιλήσει; Είναι τώρα οι βλάχοι για σοσιαλισμό; Παραπονέθηκε για την ποιότητα του ήχου, ο φωτογράφος της άστραφτε συνεχώς το φλας στο πρόσωπο και της χάλαγε το μέικ-απ, κάποιοι φώναζαν συνθήματα και την διέκοπταν, δεν θυμόταν πόσα χρώσταγε η Ελλάδα για να το αναφέρει, είχε ξεχάσει και πολλά σημεία από τα άρθρα για τις διαρθρωτικές αλλαγές και την πράσινη ανάπτυξη. Τελικά, τους είπε πως αν εκλεγεί, θα κάνει την αδικημένη επαρχία μας Παρίσι, με πλακόστρωτους δρόμους και φαναράκια, πάρκα και όμορφα μαγαζιά.
Αλλά η βλαχουριά δεν την κατάλαβε. Είδε μπροστά της ένα σοσιαλιστικό ανθρωποειδές της Μυκόνου και της Σαντορίνης, μια πρωινάδικη γκλαμουριά του Cosmopolitan και του καναπέ. Και στις εκλογές της Κυριακής, ο πάτος πήγε άπατα. Στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη σκεπτόμενη τι είδους κόμμωση να φορέσει για την ανακοίνωση της ήττας. Πήρε ένα ρίσκο και έχασε. Δεν θα επέτρεπε όμως στον εαυτό της καμία ενοχή, καμία αίσθηση ήττας. Η ζωή ήταν γεμάτη ευκαιρίες, κόμματα, ιδέες, ωραίους άντρες με λεφτά, επιχειρήσεις και γαλλικά εστιατόρια. Και περιέργως, το ήξερε εκ πείρας, όλα ήταν μια τράπουλα που συνεχώς ανακατευόταν. Κάτι καινούργιο θα ξέβραζε το μέλλον. Τώρα που έχασε, θα αγόραζε για τον εαυτό της το κουπέ που είχε στο μάτι από καιρό, και θα έκανε και κείνο το ταξίδι στην Ιταλία για ψώνια και κουλτούρα. Καλός ο σοσιαλισμός, αλλά έχει και το Μιλάνο κάτι συνολάκια...
από Locus Publicus
Καλώς ήρθατε
1 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
ΡΕ ΠΟΙΑ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ...; ΠΟΙΑ ΜΟΥ ΘΥΜΙΖΕΙ;
Δημοσίευση σχολίου