Αν αφαιρέσεις τα χρόνια ενός συνταξιούχου σήμερα, θα ανακαλύψεις ότι είναι παιδί του Β΄παγκοσμίου πολέμου.
Θα δεις ότι στα 3 του ή στα 4 του είδε τον πατέρα του να σέρνεται σε έναν πόλεμο απελευθέρωσης, ότι μπήκε στην ουρά να πάρει συσσίτιο, ότι παπούτσια έβαλε στα πόδια του όταν έγινε 10 χρονών, ότι αφού γλίτωσε η οικογένειά του από τους εισβολείς ήρθε η «ελληνοκάθαρση» με τα ξερονήσια. Πήρε τα δικά του όπλα αργότερα, σφυρί, καλέμι, κάβουρα, κασμά, κατσαβίδι, μυστρί και έφτιαξε μία καινούργια Ελλάδα, χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες και μόνο που ζούσε ήταν αρκετό.
Για να βολευτεί στο Δημόσιο του ’50 και του’60 ούτε λόγος. Καταρχάς οι αριστερές καταβολές δεν θα του το επέτρεπαν και δεύτερο στην ζωή προσφέρεις δεν ζητάς, έτσι ήταν μαθημένοι αυτοί. Κυριολεκτικά μέχρι τα 65 του που βγήκε στην σύνταξη «τα είδε όλα».
Κάνει τον... απολογισμό της ζωής του, βλέπει ότι ταξίδια δεν έκανε, πανεπιστήμιο δεν τελείωσε αλλά δεν χρωστά ούτε μία δεκάρα σε αυτή την πατρίδα.
Έρχεται όμως η «πατρίδα» και του αστράφτει δύο χαστούκια δια μέσου κρατικού υπαλλήλου: « Η σύνταξή σας δεν έχει τακτοποιηθεί. Περάστε τον άλλο μήνα».
Πηγαίνει σαν τον σκλάβο και τον άλλο μήνα και πάλι ο κρατικός υπάλληλος του λέει: «Τον άλλο μήνα». Και τον άλλο μήνα, τον άλλο μήνα, τον άλλο μήνα, τον άλλο μήνα…Μέχρι που ο παππούς αντιλαμβάνεται ότι μπορεί να μην ζει τον άλλο μήνα, όχι από το χέρι του εχθρού αλλά από το χέρι του κρατικού. Στον "Οργανισμό Ασφάλισης των Ελευθέρων Επαγγελματιών", τον οργανισμό που έστησαν κυριολεκτικά με ιδρώτα και με ρίσκο ζωής χιλιάδες παιδιά του Β’ παγκοσμίου πολέμου, ο υπάλληλος συνεχίζει σαν κατοχικό όπλο να τον πυροβολεί χωρίς δισταγμό.
Και ο παππούς παίρνει το όπλο του. Ο πραγματικός απολογισμός της ζωής του θα έγινε στο τραπέζι της κουζίνας όπου θα συζητούσε με την σύζυγο του ότι άλλον μήνα δεν βγάζουν. Είναι άγνωστο που βρήκε το όπλο αλλά θα το είχε στην τσέπη του μπουφάν τη μέρα που έφθασε στο γραφείο της καλοβαλμένης/ου υπαλλήλου που ξεστόμισε για πολλοστή φορά: «Τον άλλο μήνα».
Λέγεται ότι ο παππούς όταν έστρεψε το όπλο στον υπάλληλο είπε απευθυνόμενος στον εκπρόσωπο του Κράτους: «Τώρα θα πονέσει η δική σας καρδιά όπως πονάει κι η δική μου τόσο καιρό που δε μου δίνεται την σύνταξη». Αλλά ο παππούς δεν πάτησε την σκανδάλη γιατί γνώριζε ότι τελικά τον πόλεμο με την ζωή τον έχει χάσει όσες μάχες κι αν είχε κερδίσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Κατάλαβε ότι τις μάχες τις κέρδιζε επειδή η πατρίδα τον χρειαζόταν νικητή ως ενεργό φορολογούμενο πολίτη. Τώρα, στα γεράματά του, η πατρίδα εύχεται να μην βγάλει άλλον μήνα μήπως και του κλέψει από τα συνταξιοδοτικά του κόλλυβα κανένα ευρώ.
Ποιος ξέρει ίσως να μην έχει μετανιώσει για την πράξη του αλλά σίγουρα έχει μετανιώσει που κάτι ξημερώματα με -5 βαθμούς Κελσίου πήγαινε για δουλειά ευχαριστώντας τον Θεό που τον έκανε Έλληνα.
γράφει ένας απλός άνθρωπος
η φωτό είναι του Κώστα Μπαλάφα
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου