Tην Καθαρά Δευτέρα θα πήγαιναν βέβαια να γευτούν τα σαρακοστιανά τους, λαγάνα, ελιές, ταραμά, και να πετάξουν τον χαρταετό τους. Κάπου θα ’βρισκαν ένα ψήλωμα με λίγο αεράκι. Το σύμβολο της αγαπημένης τους ομάδας θα ’χε πάνω τους ο χαρταετός, τι άλλο. Και θα ’δειχνε ο πατέρας όλο καμάρι στο βλαστάρι του τα ζύγια, τις καλούμπες, την ουρά - όχι ότι τα κατέχει όλα τούτα, αλλά μπροστά στον διάδοχό σου οφείλεις, αν δεν ξέρεις, να μη δείχνεις ότι δεν ξέρεις. Θα τα κατάφερναν με τα πολλά, θα πέταγε ο χαρταετός τους στα ουράνια, ψηλά, πιο ψηλά απ’ όλους τους αντίπαλους αετούς που άλλοι μπαμπάδες και άλλα παιδάκια θα προσπαθούσαν να τους σηκώσουν κι αυτοί στα ουράνια, με το σύμβολο της δικής τους αγαπημένης ομάδας.
Μια μέρα ωστόσο πριν από... την Καθαρά Δευτέρα είπαν να πάνε στο γήπεδο, να εκτονωθούν βρε αδερφέ από την τόση πίεση που δέχονται, ο πατέρας στη δουλειά, ο γιος στο σχολείο, ποιο σχολείο δηλαδή, στο φροντιστήριο πες καλύτερα, αφού σε αυτό αναθέτουμε το χρέος να υλοποιεί τα εκπαιδευτικά «όνειρα» κάθε υπουργού. Είχαν φτιαχτεί από νωρίς με τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών εφημερίδων, «γλεντήστε τον Καρνάβαλο» η πράσινη, «χορέψτε τις μπαλαρίνες» η κόκκινη, τίτλοι για να τους βλέπεις κρεμασμένους και να αφιονίζεσαι ή πάλι να ντρέπεσαι, αν δεν ανήκεις στους φανατικούς, πράγμα αδύνατον, μιας και ο τελευταίος «αγνός φίλαθλος» εγκατέλειψε τον μάταιο τούτο κόσμο πριν καν γεννηθεί.
Βρήκαν καλές θέσεις, μια ανάσα από τις μπασκέτες. Ντέρμπι το παιχνίδι, «αγώνας ζωής ή θανάτου» όπως έλεγαν οι εφημερίδες, που δεν φαίνεται να πολυξέρουν τι στ’ αλήθεια σημαίνει ζωή και τι θάνατος. Ολο καμάρι ο μπαμπάς έβλεπε τον γιο του να μετέχει στα δρώμενα, στην αρχή με φωνές και συνθήματα κι ύστερα με το λεϊζεράκι του. Οταν ήταν πιο μικρός το ’χε για να παίζει με τους φίλους του, να στραβώνουν γάτες, σκυλιά και καμιά γειτονοπούλα. Τώρα ο λεβέντης, καλός μαθητής καλού δασκάλου, έβγαλε το λέιζερ σκεφτόμενος με αηδία τον παιδικό χαρταετό της επομένης, κι έριχνε τη δέσμη στα μάτια των αντιπάλων την ώρα που χτυπούσαν βολές. Τι ζον πρες και τι πικ εν ρολ, εδώ παίζεται το παιχνίδι, εδώ χάνεται ή κερδίζεται: στο λέιζερ. Το πήραν χαμπάρι τον μικρό πολεμιστή οι κάμερες, οι παίκτες, οι διαιτητές, οι άλλοι αγνοί φίλαθλοι. Και λοιπόν; Ο πατέρας του, που τον καμάρωνε, δεν του ’λεγε κουβέντα, δεν είχε λοιπόν κανέναν λόγο να κρύψει το όπλο του. Ετσι συνέχισε απτόητος να λεϊζεροβολεί και αφού ακούστηκαν από τα μεγάφωνα οι προειδοποιήσεις, «σταματήστε γιατί η αγαπημένη μας ομάδα κινδυνεύει με τιμωρία». Τι τον ένοιαζε. Έτσι κι αλλιώς, ήταν σίγουρος ότι μόλις τέλειωνε το ντέρμπι, θα άκουγε όλους τους δικούς του, τον προπονητή, τον πρόεδρο, τους παίκτες, να δοξολογούν τον υπέροχο λαό που βοήθησε την ομάδα κ. λ.π. Και πράγματι, αυτά άκουσε μετά το ματς. Και αυτά θα ξανακούσει. Αλλά είπαμε, αυτόν τον νοιάζει προπαντός ο έπαινος του πατέρα του. Του δασκάλου του.
Tου Παντελή Μπουκαλα στην Καθημερινή
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου