Πέρασε η μία εβδομάδα που είχα δώσει στον εαυτό μου ως διορία για να βρει μία στοιχειώδη ισορροπία και να μπορέσω να δώσω κάποια από τα μαθήματα της εξεταστικής, η οποία ήδη έχει αρχίσει και εγώ δεν είμαι εκεί. Ο καιρός βέβαια πέρασε αλλά η ισορροπία αγνοείται ακόμα και μάλιστα πιο απεγνωσμένα από πριν. Δεν την παλεύω μία.
Τελευταία μέρα στο νησί έτυχε να είναι η Καθαρά Δευτέρα και μιας και είμαι εδώ είπα να ακολουθήσω το πρόγραμμα της οικογένειας και να σεβαστώ όλα τα εθιμοτυπικά της ημέρας. Ωστόσο το προηγούμενο βράδυ είχα ξενυχτήσει λίγο και με τη φασαρία των προετοιμασιών ξύπνησα νωρίς με αποτέλεσμα να έχω κοιμηθεί κανένα 2ωράκι το πολύ. Πέρα από αυτό, το πρόγραμμα των γονιών μου έλεγε αρχικά πέταγμα χαρταετού σε μία παραλία εδώ στο νησί, στην οποία προ ετών έχω περάσει έναν ολόκληρο χειμώνα μελαγχολίας και συλλογισμού μόνη μου και οι αναμνήσεις δεν είναι οι καλύτερες.
Φυσικά δεν αρνήθηκα να... πάω λόγω της παραλίας και τους ακολούθησα με βαριά καρδιά. Καθ’ όλη τη διάρκεια, και του πετάγματος του χαρταετού αλλά και μετά στο τραπέζι, ήμουν συναισθηματικά φορτισμένη, σχεδόν χωρίς αιτία, και βούρκωνα με το παραμικρό ενώ προσπαθούσα να κρατηθώ και να μην ουρλιάξω απεγνωσμένα πάνω από τις γαρίδες. Την επόμενη στιγμή μπορεί να έσκαγα στα γέλια αλλά και πάλι δε μπορούσα να αποφύγω αυτή την αιφνίδια μελαγχολία η οποία πλέον έχει καταστεί μόνιμη παράσταση του τελευταίου μήνα της ζωής μου και όσο περνάει ο καιρός και προχωράμε, αυτή χειροτερεύει.
Φτάνοντας λοιπόν στην παραλία και καθώς ξεφορτώναμε το αυτοκίνητο, γνώρισα ανάμεσα στα πράγματα τον χαρταετό μου. Τον είχαμε αγοράσει πριν από περίπου 10 χρόνια από έναν γέρο, πλανόδιο. Ήταν χειροποίητος από χαρτί και ξύλο και τόσα χρόνια ενώ η υπόλοιπη οικογένεια άλλαζε συνέχεια χαρταετούς, ο δικός μου πάλευε με μεγάλη σθεναρότητα ανέμους και αέρηδες και κάθε φορά , μετά τις πτήσεις του, κρυβόταν σώος στο πατάρι περιμένοντας ανυπόμονα και την επόμενη χρονιά.
Ο μπαμπάς χαμογέλασε μόλις τον έβγαλε από το πορτ μπαγκάζ. Αργότερα στην παραλία τον ανέβασε στον ουρανό και μου έδωσε να κρατάω το σπάγκο για να πάει να ανεβάσει και τους υπόλοιπους χαρταετούς της οικογένειας. Μένοντας μόνη με τον χαρταετό έκανα στις σκέψεις που έκανα ανέκαθεν τις Καθαρές Δευτέρες. Σκεφτόμουν πόσο βαρετό είναι αυτό το έθιμο, ιδίως όταν έχει αέρα και ανεβαίνει με τη μία ο χαρταετός, γιατί όταν δεν έχει υπάρχει και λίγος χαβαλές με το μπαμπά να τρέχει πέρα δώθε και τη μαμά σε ρόλο εμπειρογνώμονα πιλότου. Αλλά όταν έχει αέρα, απλά ο χαρταετός ανεβαίνει και ύστερα απλά κρατάς το σπάγκο χωρίς καμία εξέλιξη και βαριέσαι. Μετά θες να τον κατεβάσεις και εκεί αρχίζει το παίδεμα μέχρι να τυλίξεις τα εκατό μέτρα σπάγκο που έχεις ξετυλίξει.
Φέτος όμως προχώρησα λίγο τις σκέψεις μου και τις έκανα περισσότερο ενδιαφέρουσες. Βρισκόμενη στην παραλία που με αγκάλιασε σε στιγμές μοναξιάς και μελαγχολίας, σκέφτηκα πως ήμουν ένα μικροσκοπικό παιδάκι. Έδεσα κάπου σταθερά το σπάγκο του χαρταετού και ύστερα άρχισα να ανεβαίνω προσεχτικά με αργά ελαφρά βηματάκια πάνω σε αυτόν. Ακολουθούσα την πορεία του σπάγκου μέχρι εκεί που έσβηνε και γινόταν ουρανός και στο τέλος έφτασα τον χαρταετό. Κρεμάστηκα στην ουρά του και σκαρφάλωσα. Πιάστηκα από τον σκελετό του και σηκώθηκα όρθια πάνω στον χαρταετό ενώ κρατιόμουν γερά.
Από εκεί είδα όλη τη μεγάλη παραλία και τη θάλασσα μέχρι τον ορίζοντα. Είδα την οικογένεια μου και τους χαρταετούς τους, τους φίλους τους και τους άλλους χαρταετούς. Από εκεί ψηλά είδα και τα δέντρα, την πόλη, τους δρόμους, το λιμάνι. Τους έβλεπα όλους. Ύστερα έκλεισα τα μάτια μου και ένιωθα μόνο τον άνεμο στο πρόσωπο μου και λίγο τον ήλιο που με ζέσταινε. Όλα τόσο όμορφα.
Δυστυχώς δεν κατάφερα να γίνω και στην πραγματικότητα μικροσκοπικό παιδάκι και να σκαρφαλώσω στον χαρταετό. Έμεινα εκεί, γι’ αυτόν μικροσκοπική στην απέραντη χρυσή άμμο, να τον κρατάω μέχρι που σκέφτηκα ότι ίσως και αυτό δεν ήταν σωστό. Ίσως ο χαρταετός να είχε βαρεθεί πια το σκοτεινό πατάρι και ίσως να μην ήθελε να γυρίσει ξανά σε αυτό και φέτος. Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Τον ονόμασα Ρ. και άφησα από τα χέρια μου το σπάγκο, και κέρδισα ένα μεγάλο χαμόγελο για εμένα και μία τεράστια ελευθερία γι’ αυτόν. Ήξερα ότι κάποια στιγμή ο άνεμος θα σωπάσει και η Ρ. θα σταματήσει να πετάει, θα πέσει απότομα από τον ουρανό και ο σκελετός της θα σπάσει στα βράχια και θα πεθάνει. Ή μπορεί ακόμα να μπλεχτεί πουθενά ο σπάγκος της και να μείνει δεμένη για πάντα, ζωντανή και περιορισμένη, να αργοπεθαίνει. Δεν με ένοιαζε. Ακόμα και αν αυτή η τραγική κατάληξη ήταν σχεδόν βέβαιη μέχρι τότε η Ρ. θα είχε γυρίσει όλα τα λημέρια του ουρανού ελεύθερη, θα είχε χαιρετίσει όλα τα σύννεφα, θα είχε μάθει όλες τις θάλασσες και θα είχε πει αστείες ιστορίες σε όλους τους γλάρους. Η Ρ. θα είχε ζήσει ελεύθερη ακόμα κι αν ακολουθούσε εν τέλει ο βίαιος θάνατος της.
Στο πατάρι ίσως να ζούσε για πολλά χρόνια ακόμα και ίσως να είχε κάποτε έναν ήρεμο θάνατο, αργό και ανώδυνο, αλλά η ζωή της θα ήταν σκοτεινή, βαρετή και περιορισμένη. Δεν θα είχε γνωρίσει τίποτα περισσότερο από τέσσερις τοίχους, ένα ταβάνι και ένα πάτωμα. Άντε να γνώριζε και κανένα περαστικό ποντικάκι αλλά και με αυτό δεν θα είχε τίποτα να πει μιας και η Ρ. ήταν στοιχείο του ουρανού.
Έτσι η Ρ. έφυγε ελεύθερη στον ουρανό. Η μαμά και ο μπαμπάς είπαν «κρίμα» γιατί ήταν καλός χαρταετός αλλά δεν πειράζει. Δεν τους εξήγησα γιατί δεν θα ήταν πρόθυμοι να καταλάβουν. Τους χαμογέλασα και τους είπα ότι του χρόνου θα πάρουμε έναν άλλο. Δεν είπαν τίποτα. Δεν είπα και εγώ τίποτα άλλο.
Περπάτησα ήρεμα στην παραλία και σα να μην ένιωθα και πολύ καλά τα βήματα μου στην γη.
ούτε ένα βήμα πίσω
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου