Από συστάσεως του ελληνικού κράτους, οι αγρότες απετέλεσαν το μήλον της εκλογικής έριδας των πολιτικών κομμάτων. Αυτό συνέβαινε και εξακολουθεί να συμβαίνει, με ιδιαίτερη μάλιστα κάθε φορά ένταση διότι οι αγρότες αποτελούν μία κρίσιμη ομοιογενή εκλογική μάζα, της οποίας ο εκλογικός και κατ’ επέκταση πολιτικός προσεταιρισμός, μπορεί να κάνει τη διαφορά και να δώσει την απαιτούμενη πλειοψηφία με σχετικά εύκολο τρόπο. Η ελκυστικότητα που παρουσιάζει η πολιτική χειραγώγηση των αγροτών εκ μέρους των κομμάτων, οφείλεται στη μαζικά μονόδρομη πολιτική της συμπεριφορά και την εύκολη μετατόπισή της όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση του τυπικού αγροτικού νοικοκυριού.
Από την εποχή του... παλιού αγροτικού ζητήματος, της διανομής των εθνικών γαιών και της καθιέρωσης πάνω σ’ αυτών, δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, έως τις ημέρες μας όπου επανακαθορίζεται η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγροτική Πολιτική, περιορίζοντας ή καταργώντας τις αγροτικές επιδοτήσεις, διαμορφώνεται αναπόδραστα στην πλήρη διάστασή του, το Νέο Αγροτικό Ζήτημα, με τα πολιτικά κόμματα να διαγκωνίζονται σ’ έναν αγώνα δρόμου πλειοδοσίας που είναι φανερά αδιέξοδος.
Τα παραδοσιακά εργαλεία της οικονομικής πολιτικής που είναι οι κατ’ επιλογήν εφαρμογή δασμών στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων και επιδοτήσεων στην εγχώρια παραγωγή αυτών, παρουσιάζονται πλέον στη σύγχρονη πραγματικότητα τελείως ανεπαρκή και αναποτελεσματικά τόσο διά τη στήριξη του αγροτικού εισοδήματος όσο και για τη δυναμική οικονομική μεγέθυνση του αγροτικού τομέα. Η ριζική αλλαγή των παγκόσμιων οικονομικών σχέσεων με τη διεύρυνση του ρόλου των αγορών και την ανακατανομή των συγκριτικών οικονομικών πλεονεκτημάτων στη διεθνή αγροτική παραγωγή, έχει ως άμεση επίπτωση τη διάρρηξη του αγροτικού προστατευτισμού σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
Οι νέες μεταβιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης διαπιστώνουν ότι μπορούν να βρουν φθηνά αγροτικά προϊόντα στις φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου, επιτυγχάνοντας ταυτόχρονα δύο πέρα για πέρα σημαντικούς οικονομικούς στόχους για τη σταθερότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Από τη μια πλευρά, αποδίδοντας στους φτωχούς αγρότες του Τρίτου Κόσμου, με έναν άμεσο και ανέξοδο τρόπο, αυτό του παγκόσμιου ελεύθερου εμπορίου, ένα σημαντικό οικονομικό εισόδημα και από την άλλη πλευρά, επιτυγχάνοντας έναν αναγκαίο εξορθολογισμό των δικών τους παραγωγικών σχέσεων, απελευθερώνοντας πόρους από αντιοικονομικές γεωργικές χρήσεις και διοχετεύοντας τους σε νέες χρήσεις, πιο αποδοτικές για τις δικές τους ανεπτυγμένες μεταβιομηχανικές κοινωνίες.
Δεν είναι λοιπόν δυνατόν, αν θέλει η Ευρωπαϊκή Ενωση να σταθεί δυναμικά στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα και να μην καταρρεύσει, να πληρώνει δέκα και είκοσι φορές ακριβότερα τα αγροτικά προϊόντα και να διαβρώνει μ’ αυτόν τον τρόπο το εισόδημα του μεγάλου αστικού πληθυσμού της και να εξαφανίζει τα κέρδη των δυναμικών επιχειρήσεών της αφού αυτά εν τέλει χρηματοδοτούν τις υπέρογκες επιδοτήσεις που κατασπαταλώνται σε αντιπαραγωγικές και ζημιογόνες αγροτικές και κτηνοτροφικές μονάδες. Είναι μία αλήθεια τόσο πραγματική και τόσο ορατή που μόνο οι μύωπες της πολιτικής και οι αμόρφωτοι δεν μπορούν να δουν και να υπολογίσουν πόσο κακό κάνουν με την άκριτη υποστήριξή τους σε αναχρονιστικά οικονομικά μετρά επιδοτήσεων, δασμών και άλλων μεθόδων προστατευτισμού που απλώς φέρουν πιο γρήγορα και πιο δραματικά την κρίση τόσο του αγροτικού τομέα όσο και του συνόλου της οικονομίας.
Η αναπόδραστη εξέλιξη μιας οικονομίας και ο εκσυγχρονισμός της, στο στάδιο του μετασχηματισμού από αναπτυσσόμενη σε ανεπτυγμένη, έχει ως νομοτελειακή συνέπεια τη μείωση της συμβολής της αγροτικής παραγωγής ως ποσοστού συμμετοχής στο τελικό ΑΕΠ. Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση της Ελλάδος. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Ελλάς ήταν μία κατ' εξοχήν αγροτική χώρα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το μέγιστο μέρος των φορολογικών της εσόδων προήρχοντο από τη φορολόγηση της αγροτικής παραγωγής. Μπορούμε αμέσως λοιπόν να καταλάβουμε τι απόσταση έχουμε ως κράτος διανύσει. Από τη φορολόγηση των εξαγωγών της αγροτικής παραγωγής του 19ου αιώνα, περάσαμε στην άπλετη επιδότησή της, στα τέλη του 20ού αιώνα και στο μεγάλο πολιτικό αίτημα της αναίρεσης και άρσης του συνόλου των επιδοτήσεων του 21ου αιώνα. Αυτό συμβαίνει διότι η Ελλάς αναπτύσσεται και εκσυγχρονίζεται, με αποτέλεσμα ο αγροτικός τομέας να συρρικνώνεται σημαντικά. Δεν πρέπει λοιπόν να αφήσουμε τις αγροτικές επιδοτήσεις να σταθούν εμπόδιο σ’ αυτή την εξέλιξη, στηρίζοντας με στείρο τρόπο έναν αγροτικό τομέα που αναπόφευκτα θα μειωθεί κι άλλο και μάλιστα δραματικά.
Η πολιτική της απλόχερης βοήθειας και ενίσχυσης των αγροτών από τους Κοινοτικούς πόρους, που κυριάρχησε τη δεκαετία του ’80, έφτασε στο τέλος της διότι όπως εξήγησα παραπάνω, ξεπεράστηκε από τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις. Δεν χρειάζεται λοιπόν να κατηγορούμε την Ευρωπαϊκή Ενωση γι’ αυτό ούτε να ζητάμε τα αδύνατα από τις κυβερνήσεις. Αντίθετα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θάρρος τις νέες εξελίξεις και να οδηγήσουμε τον αγροτικό τομέα σε νέες κατευθύνσεις που θα εγγυώνται τη σταδιακή αναπροσαρμογή των καλλιεργειών σε νέες μορφές παραγωγής και της κτηνοτροφίας σε νέες μορφές εκμετάλλευσης που θα συναντούν τη νέα ζήτηση που διαμορφώνεται στις ανεπτυγμένες και μεγάλες αγορές της Δύσης για νέα οικολογικά και βιολογικά προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης. Αυτού του είδους ο μετασχηματισμός θα στηρίζεται στις νέες τεχνολογίες αιχμής και στα πιο πρόσφατα πορίσματα της βιοτεχνολογίας στην απόλυτη εφαρμογή τους στη σύγχρονη αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή.
Αυτή είναι η μόνη πραγματική φιλοαγροτική πολιτική που μπορεί ένα σύγχρονο μεταρρυθμιστικό κόμμα να ασκήσει. Πρέπει να αφήσουμε στην αγροτική ιστορία της Ελλάδος, τα επιδοτούμενα κλασικά αγροτικά προϊόντα να τα αναλάβουν πλέον οι πτωχότερες χώρες που έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα, εξαιτίας της φθηνής τους εργασίας, για να απαλλαγούν σταδιακά και αυτές με τη σειρά τους από την φτώχεια που τις κατακλύζει. Η γεωργία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα θα είναι στο μέλλον, ένας μικρός αλλά δυναμικός τομέας του συνόλου της οικονομίας, ισχυρός και σφριγηλός, κερδοφόρος και παραγωγικός όπου οι αγρότες δεν θα είναι επαίτες επιδοτήσεων αλλά πρωταγωνιστές στον διεθνή καταμερισμό των έργων και διεκδικητές μεγαλύτερων κερδών και μεριδίων της διεθνούς αγοράς. Αυτοί οι αγρότες θα είναι ανεξάρτητοι από το κράτος και τις επιδοτήσεις του. Αυτοί οι αγρότες θα είναι επιχειρηματίες που δεν θα φοβούνται τις αγορές αλλά θα τις υπερασπίζονται. Αυτοί οι αγρότες θα είναι φιλελεύθεροι και θα τους έχουμε απόλυτη ανάγκη.
Του Πάνου Ευαγγελόπουλου διδάκτορα οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών
panos@evangelopoulos.gr
Καλώς ήρθατε
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου