Καλώς ήρθατε

Φύγε..δεν σε θέλω..

ρήστοοοοο....Χρήστοοοοοοοο....
-Τι;;;
-Τρέχα, σε φωνάζει ο Θείος σου και η Γιαγιά σου, να πας τώρα αμέσως σπίτι, έχετε επισκέπτες..
-Ποιοι ήρθανε;
-Δεν ξέρω, δεν τους είδα, αλά μου είπανε να πας γρήγορα, τώρα αμέσως..τρέχα ρε!!
Ο Χρηστάκης, θα ήταν τότε δεκατέσσερα, στην πρώτη γυμνασίου. Είχε αρχίσει στο πάνω χείλος να σχηματίζεται μουστακάκι, τον έκανε να αισθάνεται ακόμη πιο άντρας, πιο ώριμος.
Στα 5 του χρόνια, τον άφησαν στη γιαγιά να τον κοιτάξει, και στον Θείο.
Σε δύο χρόνια το πολύ, θα έχουμε γυρίσει από την Γερμανία.
Και κάθε χρόνιο, ρωτούσε με παιδικό παράπονο.."γιαγιά; πότε θα 'ρθούνε η μαμά και ο μπαμπάς;"
"Του χρόνου πουλάκι μου, του χρόνου.." απαντούσε η γιαγιά, γυρνώντας από την άλλη, να μην φαίνονται τα βουρκωμένα της μάτια.
Κι εκείνο, κατέβαζε το κεφαλάκι του καρτερικά, περιμένοντας να περάσει κι άλλος ένας χρόνος, και προσπαθώντας να θυμηθεί κάτι από τη μαμά και τον μπαμπά, γιατί ένοιωθε πως άρχιζαν να ξεθωριάζουν σιγά σιγά οι εικόνες τους..

Στο σχολείο κάθε... χρόνο, είχαν γυμναστικές ασκήσεις, θέατρο, λέγαν τραγούδια..
Ο Χρηστάκης ήταν μέσα σε όλα. Μα, κάθε φορά κοίταζε γύρω του και πονούσε..
Έβλεπε τα άλλα παιδιά να τα καμαρώνουν από κάτω ο μπαμπάς και η μαμά τους, να τα αγκαλιάζουν έπειτα -όταν τελείωναν οι παραστάσεις- με στοργή, κι εκείνα να χαίρονται.
Κοίταζε με λαχτάρα κάθε χρόνο ανάμεσα στον κόσμο, μήπως δει κάποιο πρόσωπο δικό του, μήπως ..λες να ήρθαν η μαμά και ο μπαμπάς και να είναι εκεί, ανάμεσα στους άλλους γονείς και να τον βλέπουν;

Του κάκου...
Πήγαινε στο σπίτι με βαριά καρδιά..
-Ήρθες πουλάκι μου;
-Ήρθα γιαγιάκα..
-Τι έχεις ψυχούλα μου; γιατί είσαι λυπημένο; έλα εδώ στη γιαγιά, πές μου τι σε πονάει καρδούλα μου.. πες μου, τι;
-Γιαγιά;
-Τι είναι παιδί μου;
-Πότε θα έρθουν η μαμά και ο μπαμπάς;
-Του χρόνου ψυχούλα μου..
Και το έπαιρνε αγκαλιά, αρχινώντας να σιγοψιθυρίζει ένα μοιρολόι, το ίδιο κάθε φορά.

Πέρασαν χρόνια, έγινε αντράκι, ψήλωσε...
Μα εκείνη τη μέρα, ο φίλος του ο Κυριάκος του έφερε μήνυμα να τρέξει, γιατί ήρθαν επισκέπτες στο σπίτι.
-Ποιοι ήρθανε;
-Δεν ξέρω, δεν τους είδα, αλά μου είπανε να πας γρήγορα, τώρα αμέσως..τρέχα ρε!!
Έτρεξε, μπήκε από το πίσω κουζινάκι στο σαλόνι, και είδε μπροστά του τη γιαγιά, τον θείο, την θεία, έναν άντρα και μια γυναίκα..
Τους γνώρισε! Ο μπαμπάς και η μαμά...
Γύρισε και έκανε να φύγει, μα τον σταμάτησε ο θείος αυστηρά..
-Πού πας;
-Να φύγω..
-Δεν βλέπεις που έχουμε επισκέπτες;
-Το βλέπω..
-Ξέρεις ποιοι είναι;
Τους κοίταξε στα μάτια όλους..
Είδε τα δάκρυα στα μάτια της γιαγιάς..στα μάτια της μαμάς, είδε να βουρκώνουν και τα μάτια του μπαμπά..

-Σε ρώτησα αν τους ξέρεις..
-Όχι! δεν τους ξέρω.. απάντησε άξαφνα και με πείσμα..
Πετάχτηκε η μαμά του και με μια φωνή έκανε να τον αγκαλιάσει, μα την σταμάτησε..
-Τόσα χρόνια, ούτε ένα σημείο ζωής.
Τόσα χρόνια ούτε ένα γράμμα, ούτε μια φωτογραφία..
Τόσα χρόνια, κάθε φορά που αρρώσταινα, πλάι μου ξενυχτούσαν άλλοι..
Όταν έψαχνα να σε δω ανάμεσα στον κόσμο, έβλεπα ξένους..
Τώρα δεν σε θέλω μαμά,
φύγε..δεν σε θέλω τώρα, είναι αργά...
AATON

0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:

Related Posts with Thumbnails