Το βράδυ της Δευτέρας, δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, όταν οι ταραχές είχαν περιοριστεί στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο και τη Νομική, αποφάσισα να κάνω μια μικρή, φαινομενικά ακίνδυνη, βόλτα στο κέντρο της Αθήνας. Ηθελα να ζήσω από κοντά τις πρώτες ώρες μετά τον εφιάλτη. Πώς θα ήταν οι δρόμοι, οι πλατείες, η πόλη που έχω αγαπήσει, ύστερα από τρεις νύχτες τυφλής βίας;
Η εμπειρία ξεπέρασε ακόμα και την πιο ακραία τηλεοπτική αναπαράσταση των γεγονότων. Ενα οργουελικό τοπίο, λίγο σαν να φαντάζεσαι την κόλαση: ελάχιστα δείγματα ζωής στους δρόμους, καπνοί από πυρπολημένους κάδους, θολούρα στον ορίζοντα, η οσμή των δακρυγόνων, κτίρια ξεχαραβαλωμένα, σπασμένα τζάμια, μπάζα, καδρόνια στη μέση του δρόμου. Τα λίγα αυτοκίνητα κάνουμε μανούβρες για να τα αποφύγουμε. Κάθε φορά έπρεπε να πείσω τον εαυτό μου να κάνει τη μανούβρα γιατί κάθε φορά μου φαινόταν απίστευτο.
Και θυμάμαι την... αίσθηση μετά τις φωτιές στην Πελοπόννησο το καλοκαίρι του 2007. Την αίσθηση πως μια άλλη, διαφορετική κόλαση τότε, ξεπερνούσε τα όρια της αδυναμίας, του ανθρώπινου λάθους, της ανικανότητας των πολιτικών προϊσταμένων. Και μας άφηνε έκθετους σε μια ζοφερή, μαύρη θάλασσα που πολύ επιδέξια την κρύβαμε όλα αυτά τα χρόνια και τώρα ερχόταν με διαβολική ορμή να μας καταπιεί. Το ίδιο μούδιασμα, τα ίδια κενά βλέμματα και προχθές και χθες. Ηταν παράξενο: το απόγευμα της Δευτέρας παρακολουθούσαμε την εξέλιξη των γεγονότων με τη βεβαιότητα ότι το βαρέλι δεν είχε πιάσει πάτο. Τα είχαμε δει όλα και ταυτόχρονα ξέραμε πολύ καλά, μια γνώση που ερχόταν από πολύ βαθιά, ότι δεν είχαμε δει τίποτα. Και η νύχτα προχωρούσε και ξυπνήσαμε με τη στασιμάρα που νιώθουμε μετά τους εφιάλτες. Ανακουφισμένοι που είχε τελειώσει, ανασφαλείς γιατί ξέραμε ότι το «κακό» θα επιστρέψει.
Αλλά γιατί είμαστε τόσο σίγουροι; Γίναμε ξαφνικά τόσο σοφοί; Ή μήπως από ενοχές; Ανεχθήκαμε τόσα χρόνια την παγκόσμια πρωτοτυπία των Εξαρχείων και τώρα τα Εξάρχεια εξαπλώνονται σαν κινούμενη άμμος στις πιο «ανυποψίαστες» γειτονιές. Ζητήσαμε από την Αστυνομία να μην κάνει τη δουλειά της και, όντως, δεν την κάνει: σηκώνει το περίστροφο απέναντι σ’ ένα ανυπεράσπιστο αγόρι 15 ετών και επιτρέπει σε κουκουλοφόρους να καίνε την πρωτεύουσα της χώρας. Αποτύχαμε να βρούμε μια συναινετική λύση στο θέμα του ασύλου και το βράδυ της Δευτέρας κοινοί εγκληματίες του ποινικού δικαίου έβρισκαν καταφύγιο στο κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, στο Πάντειο, στο Πολυτεχνείο, φυσικά. Καλά να πάθουμε.
Είναι κοινοτοπία αλλά και αλήθεια: οι στιγμές κρίσης προσφέρουν ευκαιρίες. Δύσκολο να το λές, όταν υπάρχει νεκρός ένας 15χρονος. Αλλά είναι η μόνη ελπίδα που έχουμε. Οταν η ένταση καταλαγιάσει, ο πόνος και το δέος που αφήνουν πίσω τους αυτές οι ημέρες ίσως γίνουν κάτι περισσότερο από βλέμματα στο κενό.
Του Δημήτρη Ρηγόπουλου από την καθημερινή
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου