Καλώς ήρθατε

Ιστορίες ζωής....2. (Οι μαύρες γόβες)


Τα είχε όλα σκεφτεί από πριν. Ήταν όλα προγραμματισμένα. Καλά προγραμματισμένα. Ακόμη και η πιο μικρή λεπτομέρεια είχε ποτιστεί στο μυαλό της. Όλα έπρεπε να είναι τέλεια. Ήταν σημαντική μέρα. Ίσως η πιο σημαντική μέρα του γάμου της. Του γάμου τους. Δεκατέσσερα χρόνια παντρεμένοι. Κι ακόμη τόσο νέοι. Ήθελε η μέρα αυτή, να γεμίσει από αυτά τα χρόνια. Ήθελε να είναι γεμάτη από εκείνη. Και από εκείνον. Να τη θυμούνται και οι δύο για χρόνια.....ο καθένας να τη φιλούσε μέσα του. Καθισμένη στην καρέκλα , το μυαλό της γύριζε σα ζαλισμένο έντομο , ανάμεσα στα όσα είχαν ζήσει. Τόσα......ναι....είχαν ζήσει τόσα μαζί.....Εκείνη είχε ζήσει περισσότερα.

Το κλειδί στην πόρτα την... έβγαλε από τις σκέψεις της. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά . Γρήγορα. Ναι. Θα το έκανε. Το είχε αποφασίσει. Τα είχε σκεφτεί όλα από πριν. Έτρεξε να χαμηλώσει τα φώτα. Η περίσταση απαιτούσε χαμηλό φωτισμό. Πήρε τον αναπτήρα και με τρεμάμενα σχεδόν χέρια, άρχισε να ανάβει ένα ένα τα κεράκια που είχε βάλει από νωρίς στο πάτωμα. Σε κύκλο. Έτσι το ήθελε. Ένας κύκλος από κεράκια και εκείνη να μπει μέσα. Mία καρέκλα στον κέντρο του κύκλου την περίμενε. Η πόρτα έκλεισε κι η μορφή του άντρα της ίσα που διαγραφόταν πια. Μπορούσε όμως να διακρίνει το ξαφνιασμένο βλέμμα του. Κρέμασε το παλτό του στον καλόγερο κι έκανε να πλησιάσει προς το μέρος της
-Μαριαλένα....τι κάνεις; Τη ρώτησε ενώ ήταν έτοιμος να πατήσει τον διακόπτη να ανοίξει τα φώτα.
-Μη... Μην τα ανάψεις σε παρακαλώ. Κάτσε στον καναπέ . Μόνο αυτό.
-Μα τι κάνεις;
-Σςςςς.....κάτσε....
Ο τόνος στη φωνή της σχεδόν τον υπνώτισε . Έκατσε . Δίχως να ξέρει τι να κάνει και τι να περιμένει. Έκατσε στον καναπέ. Την κοιτούσε. Ήταν όμορφη. Πάντα το ήξερε ότι ήταν ωραία γυναίκα, μα σήμερα ένοιωθε λες και την έβλεπε για πρώτη φορά. Κάτι είχε σήμερα. Κάτι διαφορετικό.
Στο στέρεο άρχισε να παίζει ένα αργό χορευτικό τραγούδι. Την είδε να λικνίζεται μπροστά στο στερεοφωνικό. Να κουνά το κορμί της προκλητικά. Λάγνα. Όχι, δεν έκανε λάθος . Σήμερα, δεν ήταν η Μαριαλένα που ήξερε. Εκείνη δεν έκανε τέτοια. Άφησε τη σκέψη του να φύγει ψιθυριστά απ το στόμα του....
-Τι σε έπιασε γαμώτο; Δεν καταλαβαίνω. Γιατί τα κάνεις αυτά σήμερα;
-Πάντα τα έκανα......μονό που εσύ δεν τα έβλεπες.....του απάντησε πάντα με την πλάτη της γυρισμένη . Έψαχνε. Έψαχνε να βρει το τραγούδι που ήθελε.
Το δυνάμωσε.
Σχεδόν τέρμα. Τα ηχεία πίσω από τον καναπέ βούιζαν δίπλα στο κεφάλι του. Δεν της είπε να το χαμηλώσει. Κι όμως εκείνη το είχε προβλέψει κι αυτό . Θα της έκανε παρατήρηση για την ένταση της μουσικής. Οι γείτονες. Θα ενοχλούνταν. Έπεσε έξω όμως. Δεν της είπε να το χαμηλώσει.
Του έδωσε στο χέρι ένα ποτήρι με ουίσκι και πάγο.
-Απόλαυσέ το......... του ψιθύρισε στο αυτί του και τον φίλησε απαλά στον λαιμό.
Εκείνος τα είχε κυριολεκτικά χαμένα. Τα μάτια του ακολουθούσαν την κάθε κίνηση της. Άρχισε να νοιώθει άβολα. Δεν το έδειξε . Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ και χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας του.
Την ώρα που γύρισε να φύγει , την άρπαξε απ το χέρι .
-Μη βιάζεσαι Στέφανε....
-Να σε δω. Αυτό θέλω, άσε με λίγο να σε δω.
Στήθηκε μπροστά του. Όρθια. Άκαμπτη. Ένοιωθε τα μάτια του να περπατούν στο κορμί της. Της κρατούσε ακόμη το χέρι. Την περιεργάστηκε με το βλέμμα του σαν να βλεπε ένα έργο ζωγραφικής. Του φάνηκε πως είχε αδυνατίσει. Είχε καιρό να την προσέξει. Το πρόσωπό της έδειχνε παγωμένο. Όμορφο, με μακριά μαύρα μαλλιά και μάτια που μαρτυρούσαν την αναστάτωσή της. Είχε βαφτεί έντονα σήμερα. Ένα όμορφο πρόσωπο που προσπαθούσε απελπισμένα να κρατήσει μακριά του κάθε ίχνος έκφρασης.
Με ένα κολλητό μαύρο φανελάκι , το στήθος της διαγραφόταν έντονα. Δεν φορούσε σουτιέν. Τα μάτια του κατέβηκαν στη μικροσκοπική σκοτσέζικη φουστίτσα. Μα πού στο καλό την είχε βρει αυτή τη φούστα; Δεν την είχε φορέσει ποτέ. Δεν φορούσε ποτέ της τόσο κοντά. Ίσα που κάλυπτε τους γοφούς της αφήνοντας ελεύθερα στη θέα του τα καλλίγραμμα πόδια της. Μαύρες διχτυωτές κάλτσες και ψηλοτάκουνες μαύρες γόβες. Κούνησε το κεφάλι του κοιτώντας τη στα μάτια. Δεν την αναγνώριζε
-Παίζουμε κάποιο παιχνίδι; Τη ρώτησε. -Είμαι κουρασμένος Μαριαλένα. Δεν έχω όρεξη...πες μου σε παρακαλώ, παίζουμε καπ.....
-Σταμάτα! Τον έκοψε απότομα. Τα μάτια της αγρίεψαν περίεργα. Αμέσως όμως έδειξαν να μαλακώνουν και πάλι. -Μη με ρωτάς...θα δεις...
Η μουσική έπαιζε πάντα στο τέρμα.
Κατευθύνθηκε στη μέση του σαλονιού. Εκεί. Ανάμεσα στα κεράκια. Ο βηματισμός της άλλαξε. Προχωρούσε χορεύοντας. Την κοιτούσε να απομακρύνεται . Τίναξε τα μαλλιά της πίσω. Στάθηκε μπροστά στην καρέκλα που την περίμενε υπομονετικά στημένη από το απόγευμα. Την γύρισε. Ακούμπησε τα χέρια στην πλάτη της κι άρχισε να κουνά το κορμί της αισθησιακά. Οι γοφοί της λικνίζονταν . Ένοιωθε ζαλισμένη χωρίς να έχει πιει. Ένοιωθε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω της. Άφησε τον εαυτό της ελεύθερο να ζαλιστεί από τη μουσική. Χάιδευε το σώμα της με τα χέρια της. Γύρισε προς τα εκείνον. Τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια. Χάιδεψε τους μηρούς της. Πίεσε τα χέρια της πάνω στη μικροσκοπική φούστα της. Με τα χέρια κολλημένα πάνω της άρχισε να την σηκώνει. Δαντελωτές ζαρτιέρες. Έπαιξε για λίγο με την φούστα της . Τη σήκωνε και την κατέβαζε αργά . Συνέχιζε πάντα να λικνίζεται στους ρυθμούς του τραγουδιού και να τον κοιτά στα μάτια. Κατέβασε το φερμουάρ και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Τρελάθηκε. Είχε σχεδόν κυριευτεί από το τραγούδι. Ο Στέφανος ήπιε μια ακόμη γουλιά από το ποτό του. Έβγαλε τη γραβάτα του. Ήταν αμήχανος . Άρχισε να αναστατώνεται.
Βγήκε από τον κύκλο . Τον πλησίασε. Στάθηκε όρθια ανάμεσα στα πόδια του. Χόρευε μπροστά του. Σήκωσε το φανελάκι της κι άφησε να φανούν τα στήθια της. Έσκυψε πάνω του και σηκώθηκε ευθύς αμέσως. Χόρευε. Εκείνος έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια του. Το άρωμα της γέμισε τα ρουθούνια του. Η αναπνοή του είχε αρχίσει να βαραίνει. Δεν καταλάβαινε. Με μία κίνηση, γύρισε το κορμί της . Έκανε δύο βήματα. Υπολογισμένα δύο. Τόσα χρειάζονταν. Να μην μπορεί να την αγγίξει . Άνοιξε τα πόδια της κι έσκυψε . Τα μαλλιά της ακούμπησαν το πάτωμα. Χάιδεψε αργά τα πόδια της. Από τις γόβες ανέβηκε αργά αργά προς τα πάνω. Ο Στέφανος είχε αναστατωθεί.
-Έλα εδώ ...της είπε με φωνή που πρόδιδε την ερωτική του διάθεση.
Δεν του απάντησε. Τέντωσε καλά το κορμί της και ξαναπροχώρησε προς την καρέκλα της. Πέταξε το φανελάκι της κι έκατσε. Άνοιξε τα πόδια της. Πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά της. Τον κοιτούσε στα μάτια. Εκείνος όχι. Κοιτούσε το μικροσκοπικό εσώρουχό της. Σήκωσε το βλέμμα του στο στήθος της. Εκείνη το είδε. Κατέβασε τα χέρια της στο στήθος κι έπαιξε με τις ρόγες της.
-Έλα εδώ ! τη διέταξε .
-Πες μου ....είμαι πουτάνα;
-Σε θέλω.
-Είμαι πουτάνα; Τον ξαναρώτησε ενώ κατέβαζε το εσώρουχό της.
-Μαριαλένα...έλα εδώ τώρα.....
Τον αγνόησε. Σηκώθηκε γελώντας. Το τραγούδι άλλαξε. Άρχισε να παίζει ένα έντονο χορευτικά κομμάτι. Είχε αποφασίσει να το απολαύσει. Τουλάχιστον εκείνη. Άρχισε να χορεύει έντονα. Κουνιόταν στο ρυθμό αφήνοντας τον ερωτισμό της ελεύθερο. Χόρευε γυμνή. Μονάχα οι γόβες και διχτυωτές κάλτσες στόλιζαν το κορμί της πια.
Ο Στέφανος δεν άντεξε. Σηκώθηκε , την άρπαξε απ τη μέση και την έσφιξε. Έσκυψε πάνω της ψάχνοντας τα χείλη της. Εκείνη ένοιωσε τον ερεθισμό του ανάμεσα στα πόδια της.
Δυσανασχέτησε. Έδιωξε τα χέρια του από πάνω της.
-Παράτα με!
-Τι κάνεις; Τι θέλεις επιτέλους σήμερα; τη ρώτησε νευριασμένος
-Μια απάντηση .
-Σε τι; Σε τι Μαριαλένα; Θα με τρελάνεις;
-Είμαι πουτάνα;
Μισόκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να κατανοήσει.
Έκλεισε τη μουσική. Φόρεσε βιαστικά το φανελάκι της και την φούστα της. Άνοιξε τα φώτα. Έσβησε ένα ένα τα κεράκια ενώ ο άντρας της παρακολουθούσε σαστισμένος τις κινήσεις της. Έκατσε στον καναπέ. Εκείνος στεκόταν ακόμη όρθιος.
-Λοιπόν ; Σε ρωτάω γαμώτο! Τόσο δύσκολο είναι να μου δώσεις μια απάντηση; ΕΙΜΑΙ ΠΟΥΤΑΝΑ; ούρλιαξε.
- Όχι! Δεν είσαι. Τι θέλεις να πεις; Βιάστηκε να της απαντήσει Γέλασε. Πολύ. Νευρικά. Κράτησε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Καθισμένη άτσαλα στον καναπέ και με το κεφάλι σκυφτό δε θύμιζε σε τίποτα την αισθησιακή γυναίκα που μόλις πριν από λίγα λεπτά είχε δώσει την παράστασή της. Το πρόσωπό της είχε μουντζουρωθεί από τα μπογιατίσματα όπως τα έλεγε συνήθως ο άντρας της . Τα δάκρυά της πήραν το χρώμα της ψυχής της. Τα σκούπισε με τα χέρια της.
-Λάθος απάντηση έδωσες Στέφανε. Λάθος. Για σένα ΝΑΙ είμαι πουτάνα. Έτσι με ήθελες τόσα χρόνια . Πουτάνα. Να την πληρώνεις κι εκείνη να κάνει τα κέφια σου. Να σιωπά όταν θέλεις. Να μιλά όταν θέλεις. Να σε αφήνει να κάνεις ό,τι θέλεις κι εκείνη να σου παίρνει την άδεια για όλα....Σε λυπάμαι Στέφανε......
Η φωνή της γεμάτη οργή κι αποδυναμωμένη. Ο Στέφανος δε μιλούσε. Την άκουγε αποσβολωμένος.
-Σε λυπάμαι γιατί δεν ήσουν ικανός να αγαπήσεις. Πουτάνα με ήθελες. Να έχω κέφια όταν εσύ θέλεις. Να είμαι σοβαρή όταν ΕΣΥ θέλεις. ΕΣΥ προσπάθησες να με κάνεις. Πουτάνα πολυτελείας ήθελες . Όχι γυναίκα. Τι νόμιζες; Ότι όσο πλήρωνες το πουτανάκι ήταν εντάξει; Λάθος. Αλλά ξέρεις κάτι; Σήμερα έγινα για σένα αυτό που πραγματικά ζητούσες να είμαι. Ελπίζω να το απόλαυσες ...
Τελειώσαμε.
απο nellinezi
το βρήκα στο citypress-gr

0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:

Related Posts with Thumbnails