Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, οι «άγνωστοι» κληρονόμοι της «επανάστασης» μιας ολόκληρης γενιάς αφηγούνται ιστορίες του Πολυτεχνείου...
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου εξακολουθεί να είναι σημείο αναφοράς για τις νεότερες γενιές, να εμπνέει και να συγκινεί. Τι απέγινε όμως η «γενιά» του Πολυτεχνείου; Κάποιοι απασχόλησαν την κοινή γνώμη, άλλοι πρωταγωνίστησαν στην κεντρική πολιτική σκηνή. Εγιναν πράσινοι, κόκκινοι, ακόμη και γαλάζιοι, πολλοί φόρεσαν την ταυτότητα του Πολυτεχνείου σαν παράσημο. Κάποιοι άλλαξαν χρώματα και χρώματα. Και άλλοι πέρασαν μπροστά από την πύλη διεκδικώντας ένα κομμάτι του.«Συνήθως όμως οι πραγματικοί πρωταγωνιστές δεν μένουν στη σκηνή», συμπληρώνει ψιθυριστά η Αγγελική Κωστή, η «Λίκα» του Πολυτεχνείου, μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής, ψυχαναλύτρια σήμερα στη Ρώμη. Οι περισσότεροι προτίμησαν να συνεχίσουν την ενασχόλησή τους με τα κοινά, μακριά από τη δημοσιότητα, στα κινήματα και στις τοπικές οργανώσεις. Αλλοι έφυγαν και κράτησαν το Πολυτεχνείο σαν το «όπλο» της προσωπικής τους ζωής. «Η ιστορία γράφεται μέσα από προσωπικές ιστορίες», λέει ο Κωστής Μανουσάκης, φυσικομαθηματικός από τα Χανιά της Κρήτης. Της Σοφίας, που δάγκωσε και σχεδόν έκοψε τη γλώσσα της... Της Λίκας, τρεις μέρες άυπνη, που έμπαιναν τα τανκς κι εκείνη σκεφτόταν ποια θα ήταν η επόμενη μέρα… Του αγνώστου, που χωρίς δεύτερη σκέψη σκαρφάλωσε στα κάγκελα για να αντικαταστήσει έναν φοιτητή που είχε δεχθεί μια σφαίρα… Της Μαρίας, που κουβαλούσε το ψωμί από το φούρνο... Του Γιώργου, που σύρθηκε αιμόφυρτος μέσα στο Πολυτεχνείο και έχασε τη σπλήνα του... Και του οδοντίατρου, που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του στα Εξάρχεια και έκρυψε τα παιδιά μέχρι το χάραμα. Κομμάτια από τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μέσα από τις αφηγήσεις μερικών «άγνωστων» πρωταγωνιστών της «επανάστασης» μιας ολόκληρης γενιάς. Ανθρώπων που πήραν για «προίκα» τη συμμετοχή τους στην εξέγερση και βάδισαν μπροστά, χτίζοντας τη ζωή τους χωρίς την ταμπέλα «ήμουν και εγώ εκεί».
Ανδρέας Κούρκουλας, Αρχιτέκτονας-Επίκουρος Καθηγητής στο Πολυτεχνείο: «Θα θυμηθώ το Πολυτεχνείο με έναν στίχο. «Το τρένο φεύγει στις 8… Νοέμβρης μήνας δεν θα μείνει, να μην θυμάσαι στις 8». Η Γενιά του Πολυτεχνείου; Την θυμάμαι σαν πολεμιστές με τα κολλήματα που τους συνοδεύουν… Ανήκω σ' αυτήν τη γενιά, είμαι παθών και μη συνταξιοδοτηθείς, χωρίς ταμείο. Καμιά γιορτή δεν τιμάει πραγματικά το ίδιο το γεγονός, αυτή είναι η μοίρα των εορτών, σβήνουν και χάνονται προς το μουσείο. Oι σημερινοί διαδηλωτές, οι «γνωστοί-άγνωστοι» είναι παλαιοημερολογίτες, φανατικοί, «βέβαιοι», ανατριχιαστικά αφελείς. Η «θητεία» στο Πολυτεχνείο μού έδωσε ένα πράγμα, φίλους δοκιμασμένους, brothers iarms, ξεκολλημένους και το μάθημα: «Ποτέ μη χάνεις τη στιγμή, αλλά να μην τη μοιρολογάς».
Κωστής Μανουσάκης, καθηγητής Μαθηματικών, Χανιά: «Η κατάληψη στο Πολυτεχνείο έγινε κυρίως από τους φοιτητές της Νομικής, της Φυσικομαθηματικής και της Ιατρικής, που είχαν στις 14, Τετάρτη, συγκέντρωση στη Νομική για τους φοιτητές που τους είχαν κόψει την αναβολή στράτευσης. Ο Διονύσης Μαυρογένης της Φαρμακευτικής έφερε την είδηση ότι αστυνομικοί χτυπούν τους φοιτητές στο Πολυτεχνείο, που είχαν συνελεύσεις, οπότε σχηματίστηκε μια διαδήλωση, κατέβαινε τη Σόλωνος, βγήκε στην Πατησίων, συγκρούστηκε με την αστυνομία, μπήκαν μέσα και έκλεισαν την πόρτα. Γκρινιάζαν οι φοιτητές του Πολυτεχνείου ότι τους χάλασαν τις συνελεύσεις, αλλά στη συνέχεια έγινε ένα χωνευτήρι. Μπήκαν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, έγινε μαθητική συνέλευση, ήρθαν οικοδόμοι, την Παρασκευή από τα Μέγαρα ήρθαν αγρότες, που τους είχε ξεριζώσει ο Ανδρεάδης χιλιάδες ελαιόδεντρα... Ηταν παλλαϊκό το Πολυτεχνείο. Το Πολυτεχνείο ήταν μια στάση ζωής. Πολλούς βοήθησε πολιτικά, εμένα στη δουλειά μου, ήταν σαν προίκα. Ακόμη όσους λοιδορούν ότι εξαργύρωσαν τη συμμετοχή τους δεν μπορείς να τους κατηγορήσεις ως προδότες και αποστάτες. Το κριτήριο είναι αν η Πολιτεία τους έχει κάποια συνέπεια με αυτά που έκαναν στο Πολυτεχνείο».
Βασίλης Λιόντος, Μαθηματικός, Χίος: «Μετά από τόσα χρόνια, θα πρέπει να αναζητήσει κανείς, από τον εαυτό του και τους συντρόφους εκείνης της εποχής, τι του έχει μείνει σαν γεύση. Γιατί, για να μην είμαστε ισοπεδωτικοί, η γεύση δεν είναι πικρή. Πολλοί το έχουν εξαργυρώσει το Πολυτεχνείο. Αλλά, έπειτα από τόσα χρόνια, ο τρόπος με τον οποίο θυμάμαι το Πολυτεχνείο έχει αλλάξει. Εχει πάψει να απασχολεί το πώς κατακτήσαμε την ενότητα, την όποια ενότητα, αν ήταν τότε διά πυρός και σιδήρου, με οξείες αντιπαραθέσεις, με έντονα τα σημάδια της βίας, ψυχολογικής πολλές φορές… Πολλοί απ' αυτούς που κατηγόρησαν τότε το Πολυτεχνείο σήμερα διαλαλούν ότι ήταν και αυτοί εκεί. Εμειναν κάποιες προσωπικές ιστορίες… Ακουσα για πρώτη φορά, από τον Διονύση Μαυρογένη ότι τα χρήματα που είχαν μαζευτεί στο Πολυτεχνείο, τα έφαγαν οι «τιμητές του δίκιου και της νομιμότητας». Ηταν τρία εκατομμύρια, αγόραζες ένα τριώροφο. Δεν τόλμησε κανείς να τα πάρει. Είχαμε που είχαμε τη ρετσινιά ότι μας πλήρωνε όλους η Μόσχα. Φανταστείτε να τα είχαμε πάρει κιόλας... Οταν κοιτάζω πίσω, δυο εικόνες παραμένουν χαραγμένες στη μνήμη μου. Η μία είναι όταν ένας πολύ καλός μου φίλος, από τους πρώτους τραυματίες που μπήκαν μέσα στο Πολυτεχνείο, ο Γιώργος Οικονόμου, τη γλίτωσε μετά από αφαίρεση σπλήνας στο Ιπποκράτειο. Υπήρξαν όμως και ευχάριστες. Η απίστευτη προσφορά του ενός για τον άλλον. Εξω από τα κάγκελα χαμός! Και μέσα Δημοκρατία».
Γιώργος Γαβριήλ, φαρμακοποιός, δήμαρχος Ωρωπού: «Τετάρτη, στις 14, ενώ είχαμε συνέλευση για συνδικαλιστικά θέματα, κάποιος φοιτητής μου είπε, «ρε Γαβριήλ, κάτι γίνεται στο Πολυτεχνείο, πέφτει ξύλο». Πήρα τον λόγο: «Δεν μπορούμε να καθόμαστε εδώ και τα αδέρφια μας να τρώνε ξύλο». Αμέσως 300 φοιτητές κατεβήκαμε τη Σόλωνος και φτάσαμε στο Πολυτεχνείο. Ούτε ξύλο έπεφτε ούτε τίποτε. Ξαφνικά κατέφθασε μια κλούβα με μπάτσους. Αρχίσαμε και τους πετάγαμε νεράντζια. Εκείνοι μας τα πετάγανε πίσω. Τέλειωσαν τα νεράντζια, αρχίσαμε τις πέτρες. Με τον πόλεμο των νεραντζιών μαζεύτηκε κόσμος και με τα συνθήματά μας ξεκίνησε η ιδέα της κατάληψης. Υπήρχε αλληλεγγύη, έντονη πολιτική δραστηριότητα, ανταλλαγές απόψεων. Ξαφνικά άρχισαν τα δακρυγόνα, οι σφαίρες αργότερα, που δεν σκότωναν, αλλά τραυμάτιζαν επικίνδυνα. Δεν πτοηθήκαμε, δείξαμε μεγάλη ανδρεία κι όταν κατέβηκαν τα τανκς ήμασταν μέσα 1.500 άτομα. Εγιναν κάποιες διαπραγματεύσεις για να φύγουμε, αλλά δεν μας έδιναν εγγυήσεις ότι δεν θα μας λιώνανε στο ξύλο. Η χούντα διέταξε εισβολή. Αμέσως μετά ξεκίνησαν οι συλλήψεις. Κρύφτηκα σε ένα σπίτι στην περιοχή, με φιλοξένησε ένα κύριος, να 'ναι καλά ο άνθρωπος, Πεχλιβανίδης, κρύφτηκα μέχρι να πέσει ο Παπαδόπουλος. Μετά ασχολήθηκα με το φαρμακείο, με την οικογένειά μου. Το Πολυτεχνείο με βοήθησε σε δύο πράγματα. Να μπορώ να ξεχωρίζω το κύριο από το δευτερεύον και τη γενναιότητα των παιδιών στα κάγκελα, που φώναζαν συνθήματα όταν άρχισαν ο αστυνομικοί να πυροβολούν. Σκεφτόμουν τότε με ψυχραιμία, «μα καλά είναι χαζοί, αφού τους πυροβολούν γιατί δεν φεύγουν;». Τότε πυροβολήθηκε ένα παιδί και του έφυγε όλη η φτέρνα, έπεσε, τον πήραμε και τον πήγαμε σ' ένα ιατρείο. Ενας άλλος, ακριβώς την ίδια στιγμή, πήρε αμέσως τη θέση του. Με ένα θάρρος και μια αποκοτιά που δεν ερμηνεύεται. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ».
Διονύσης Μαυρογένης -φαρμακοποιός- μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής: «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ξεκίνησε με ένα ψέμα. Οτι η αστυνομία χτυπάει φοιτητές. Με αυτόν τον τρόπο κινηθήκαμε προς το Πολυτεχνείο. Σκεφτείτε τι θα ήμασταν σαν λαός αν δεν είχαμε κάνει την εξέγερση του Πολυτεχνείου, θα ήμασταν σαν τους Γάλλους που δεν πολέμησαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο γιατί είπαν το «πουρκουά». Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ξέπλυνε σε μεγάλο βαθμό και την ντροπή του ελληνικού λαού, γιατί δεν αντέδρασε όλος ο ελληνικός λαός απέναντι στη δικτατορία. Το γεγονός ότι παρέμειναν επτά χρόνια στην εξουσία αποτελεί από μόνο της ντροπή. Ολοι όσοι έλαβαν μέρος στο Πολυτεχνείο έχουν σφραγιστεί από αυτό. Προσωπικά, το Πολυτεχνείο με βοήθησε να έχω ήσυχη τη συνείδησή μου και να μην ντρέπομαι, ότι έκανα το καθήκον μου. Ναι, ίσως με ενοχλεί να βλέπω τον τρόπο με τον οποίο «εορτάζεται» σήμερα η 17 Νοεμβρίου αλλά τα ίδια έλεγαν τότε και για εμάς, «γνωστοί-άγνωστοι», «προβοκάτορες», έτσι μας είχαν. Μας συλλαμβάνανε. Μας χτυπούσαν. Μας βασάνιζαν. Δεν ήταν κάτι διαφορετικό. Κάθε γενιά θέλει να κάνει το Πολυτεχνείο της. Κάθε φορά που μια γενιά δεν βολεύεται, κάνει την εξέγερση της. Και καλά κάνουν. Αλίμονο αν η νεολαία δεν αντιδράει. Γιατί αν περιμένουν από τους μεγάλους...»
Αγγελική Κωστή - Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής- Ψυχαναλύτρια/Ρώμη: «Κανείς από εμάς, για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενε μια τόσο ευρεία και γοργή εξέλιξη των γεγονότων και κυρίως των μεγαλύτερων εξελίξεων. Ως Συντονιστική Επιτροπή, είχαν άγνοια του κινδύνου. Κανείς δεν περίμενε τον στρατό. Τρεις μέρες ήμουν άυπνη. Οταν ήρθαν τα τανκς και έμπαιναν οι τραυματίες μέσα, μπροστά στη Γραμματεία, φώναζαν «κι άλλο, κι άλλο». Δεν πίστευαν όλοι ότι ο κρότος από τις σφαίρες ήταν πραγματικός… Επέστρεψα στη σχολή μου πολύ αργότερα τον Ιανουάριο. Αμέσως μετά το Πολυτεχνείο, είχαμε εκλογές, ήμουν σε παρατάξεις... Αποφάσισα εντέλει να μη συνεχίσω με την πολιτική. Εμείς σαν γενιά φανταζόμασταν ότι οι λύσεις θα ήταν πολύ πιο ριζικές. Επειτα από όλες αυτές τις ταλαιπωρίες και την καταπίεση του ελληνικού λαού. Αλλά είχαμε την ελπίδα, ίσως και την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαμε να δώσουμε καλύτερες λύσεις. Αρα το να διαπιστώνει κανείς ότι στην ελληνική ιστορία οι λύσεις δίνονται πάντα από άλλους και είναι ενάντια σε αυτές που το κίνημα, τουλάχιστον το πιο μαχητικό, αποζητάει, ήταν για μένα πολύ απογοητευτικό. Και κινήθηκα στη συνέχεια να δω αν μπορώ να αλλάξω, όχι την κοινωνία αλλά τα άτομα. Η γενιά του Πολυτεχνείου είναι η ηττημένη, δεν είναι η νικήτρια. Ισως αν το είχαμε χειριστεί διαφορετικά, αν είχαμε κάνει τα αιτήματά μας καλύτερα, αν βλέπαμε λίγο πιο μακροπρόθεσμα...». Της Νινας-Μαριας Πασχαλιδου από την kathimerini
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου