Του ΤΑΚΗ ΚΑΦΕΤΖΗ
Τους τελευταίους δύο μήνες, ο πρωθυπουργός παρουσιάζει ανησυχητικά συμπτώματα αστάθειας συμπεριφοράς, απώλειας της αίσθησης των πραγμάτων και σχιζοειδών στάσεων.
Τη μια στιγμή εμφανίζεται θυμωμένος και ωρυόμενος. Φωνάζει, σχεδόν κραυγάζει, κοκκινίζει, χτυπάει το χέρι του, μιλάει με οργή για τα πάντα και κατά πάντων, εγκαλεί με το δείκτη του χεριού του και με ρητορική εισαγγελέα διάφορους ακατονόμαστους υπονομευτές εντός και εκτός της παράταξής του, απειλεί να συντρίψει ποικίλους εχθρούς σε μια σώμα προς σώμα μάχη αλλά και ζητά από τους υπουργούς του, πέντε χρόνια μετά, να παράγουν «απτό έργο» κ.λπ., κ.λπ.
Την άλλη στιγμή... όλη αυτή η στάση του καταρρέει, καθώς εμφανίζεται είτε να είναι όμηρος διαφόρων, παγκοίνως αγνώστων μέχρι τώρα, «ανταρτών» βουλευτών του (τα blogs ονόμασαν ήδη αυτή την κατάσταση ως «κυβέρνηση Τατούλη») ή να σύρεται στις αποφάσεις του από δύο εισαγγελείς, που αποφάσισαν να παραιτηθούν από τη διερεύνηση της υπόθεσης Βατοπεδίου και από το λειτούργημά τους συνολικά, λόγω των ασφυκτικών πολιτικών πιέσεων που τους ασκήθηκαν για να «κάνουν τουμπεκί ψιλοκομμένο» για στελέχη της κυβέρνησης.
Γιατί αυτά συμβαίνουν τώρα στον κ. Καραμανλή και δεν είχαν συμβεί (τόσο έντονα, τουλάχιστον) πιο πριν; Γιατί συμπεριφέρεται με αυταρχισμό αρχηγού σέκτας, όταν πριν εμφανιζόταν (έστω, εμφανιζόταν...) ως ηγεμών; Γιατί αυτός ο αρχηγός κατηγορείται ότι καλύπτει υπουργούς που σε λίγες μέρες καταπίπτουν; Γιατί του καταλογίζεται έλλειμμα ηγεσίας που το αναπληρώνει με «μαγκιές»; Γιατί αποσύρεται σε στιγμές κρίσης του; Γιατί δεν εμφανίζεται στη Βουλή να στηρίξει τη δική του πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το θέμα της Μονής Βατοπεδίου; Γιατί του ζητούν οι επιφανείς του «πρωτοβουλίες» (άσκηση εξουσιαστικής ευχέρειας, δηλαδή) κι εκείνος λέει «δεν είναι χρόνος ακόμα;» Πόσο ικανός μπορεί να είναι προκειμένου να αποφασίσει για τον χρόνο που πρέπει να πάρει αυτές τις πρωτοβουλίες;
Πόση δύναμη έχει, δηλαδή, για να επιβεβαιώσει ότι εξακολουθεί να διαθέτει το momentum της πολιτικής εξουσίας, της οποίας, τυπικά τουλάχιστον, προΐσταται; Πόσο έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει αιφνίδιες παραιτήσεις δικαστικών, ψυχοτροπισμούς βουλευτών του, συμπεριφορές και πράξεις «δικών του» ανθρώπων και κύκλων που φαντασιώθηκαν ρόλο στρατηγού ενώ, θεσμικά, είναι απλοί λοχίες; - νεόπλουτοι ή αυθαίρετοι οικιστές, κρατικοί λειτουργοί ή πολιτικοί, μικρή σημασία έχει.
Πόσο πρωθυπουργός είναι, τελικά, ο Κ. Καραμανλής; Σε ποιο βαθμό μπορεί να ασκήσει την εξουσία της ύπατης θεσμικής θέσης του απέναντι σε ηθικά ή ταξικά εκτεθειμένους υπουργούς του; Πόσο μπορεί να μην επιτρέπει σε άλλους να οικειοποιούνται τον εξουσιαστικό του ρόλο, μιλώντας στο όνομά του; Πόσο μπορεί να πείσει ότι «δεν ήξερε», όταν δικαστικοί λειτουργοί ακυρώνουν αρχές του κράτος δικαίου; Πόσο πειστικά υπηρετεί αυτό που, με ανεβασμένη την πίεσή του, διεκδικεί, μόνος αυτός, να εκπροσωπεί ως δημόσιο συμφέρον, ως πατρίδα, και τα τοιαύτα; Γιατί κάθε τόσο, τώρα τελευταία, διαλαλεί την αυτονομία του απέναντι σε άλλα «κέντρα» ισχύος; Αυτονόητο δεν θα έπρεπε να είναι; Γιατί το κάνει θέμα, αυτοϋπονομεύοντας τη θέση του ως ηγέτης κράτους, με «νωπή» μάλιστα λαϊκή εντολή; Γιατί δείχνει να «ροκανίζει χρόνο», παραβιάζοντας στοιχειώδεις κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, κάθε φορά που αντιμετωπίζει μια δική του κρίση;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα μπορούσε να είναι πολλές, όσες και τα πεδία στα οποία αναφέρονται όλα τα παραπάνω. Όμως υπάρχει μία κοινή και δεσπόζουσα ερμηνευτική συνισταμένη σε όλα αυτά τα επιφαινόμενα συμπεριφοράς της σημερινής εξουσίας και του επικεφαλής της: είναι η στιγμή όπου το μοντέλο εξουσίας το οποίο εγκαθίδρυσε η «νέα διακυβέρνηση» αρχίζει να εκμετρά το ζην του, παράγοντας μία συνολική κρίση πολιτικής, δημόσιων πολιτικών και θεσμών, μία κρίση στην οποία «κεφαλαιοποιούνται» οι επιμέρους κρίσεις διακυβέρνησης και πολιτικής ηθικής που σημάδεψαν την τελευταία πενταετία.
Αυτό το μοντέλο εξουσίας έδειξε από την αρχή, από τον Απρίλιο του 2004, ότι είχε μια σειρά καταστατικών στοιχείων, τα οποία δίνουν και μια ερμηνεία για τη σημερινή πολύπλευρη κρίση της κυβέρνησης, του κόμματός της και της ηγεσίας της. Η συγκρότηση της κρατικής εξουσίας από το σύμπλεγμα κόμματος-κυβέρνησης της Ν.Δ. ήταν συνυφασμένη με την προσωποποίηση θεσμικών λειτουργιών και ρόλων -με το συμβολικό και υλικό αζημίωτο των εμπλεκόμενων αξιωματούχων στο όποιο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα σε έναν κρίσιμο κατακερματισμό και σε μιαν απορρύθμιση της διαδικασίας λήψης εξουσιαστικών αποφάσεων, στους κόλπους, βέβαια, ενός πολιτικού συστήματος με ιστορικά έντονα συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο κατακερματισμός της εξουσίας συνεπάγεται και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εσμών που συγκροτούνται στους κόλπους του κράτους. Όμως αυτός ο ανταγωνισμός δεν γίνεται επί ίσοις όροις, αφού κάποιοι είναι πιο ισχυροί από άλλους έχοντας προνομιακή πρόσβαση σε πόρους και διαύλους της κεντρικής εξουσίας, δημιουργώντας έτσι ασυμμετρίες ισχύος στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης συνολικά. Εξ ου οι «γκρίνιες» για πρωθυπουργικά περιβάλλοντα, για κλειστές πόρτες υπουργών, για μη υπουργοποίηση βουλευτών, αγνόηση της βάσης κ.λπ.
Περαιτέρω, αυτή η προσωποποίηση και ο κατακερματισμός της κρατικής εξουσίας εξασθενούν στο έπακρο τα θεσμικά πλέγματα-εγγυήσεις της αυτονομίας της, καθιστώντας την διαπερατή από διάφορα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και ευάλωτη σε πειρασμούς ιδιοτελούς χρήσης της . Αυτά οδηγούν σε τραγέλαφους πολιτικού χαμαιλεοντισμού και αδιαφάνειας, αλλά και σε σωρευτική κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας: από τον «βασικό μέτοχο», τα «ομόλογα», τους «κουμπάρους» μέχρι τα ιερά και βέβηλα real estates, τα συνεχή και ανομικά παιχνίδια της κυβέρνησης με τους θεσμούς της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, τις φασίζουσες όσο και εντεταλμένες κουτοπονηριές φαιογαλάζιων κύκλων της Δικαιοσύνης κ.λπ.
Ο συνδυασμός της απορυθμισμένης και άνισης λαφυραγώγησης των πόρων της εξουσίας με το πολιτικό χρήμα οδηγεί σε διευρυμένη αναπαραγωγή της διαφθοράς, σε πελατειακό νεποτισμό στους κόλπους των κρατικών μηχανισμών, σε αποσάθρωση της ιδέας και των πρακτικών του συλλογικού συμφέροντος, αλλά και σε παράλυση στοιχειωδών κυβερνητικών λειτουργιών. Και τούτο διότι αυτές οι λειτουργίες, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν μπορεί να υπαχθούν σε έναν ενιαίο και κεντρικό συντονισμό (σ' αυτόν υπάγονται πλέον μόνον τα Βατοπέδια), υπό την πολιτική ευθύνη της κεφαλής της κυβέρνησης, του πρωθυπουργού, ο οποίος, επιπρόσθετα, μοιάζει πολλές φορές να μην μπορεί και να μη θέλει να κυβερνήσει.
Το τελευταίο έχει τους λόγους του. Ο Κ. Καραμανλής, στην πορεία του κόμματός του προς την εξουσία, επέλεξε όχι ένα προγραμματικό κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά μια λαϊκιστική υπόσχεση «αναγέννησης» των πάντων και «ευημερίας» όλων και μιαν ηθικιστική ρητορική «πολέμου κατά της διαφθοράς τού χθες». Όμως, πιο πριν, είχε συνάψει ένα άλλο, ουσιώδες συμβόλαιο περί την εξουσία, με το οποίο αναγνώριζε τη βαρύνουσα σημασία ποικίλων «βαρονιών» ως απροϋπόθετων συστατικών της κομματικής και της κρατικής πολιτικής, με την τελευταία να αποτελεί εμπράγματο παρακολούθημα της πρώτης. Αυτό το συμβόλαιο έδωσε την ηγεσία της Ν.Δ. στον κ. Καραμανλή την άνοιξη του '97, αλλά και τον ρόλο του «άτυπου συμβούλου του πρωθυπουργού» Καραμανλή (αυθεντική ενσάρκωση της λογικής των καταγγελλόμενων «εξωθεσμικών κέντρων») στον άνθρωπο που καταδικάστηκε τελευταία για υπόθαλψη εγκληματία.
Βέβαια, αυτό το συμβόλαιο κατάληψης της εξουσίας δεν αρκεί και για τη διατήρησή της, διότι έχει μέσα του μία μείζονα αντίφαση: συνάπτεται με βάση την παραδοχή και αποδοχή ύπαρξης αρχηγικού κόμματος, ενώ την ίδια στιγμή επιτάσσει τη νομιμοποίηση του αρχηγού με όρους φατριαστικών συσχετισμών ισχύος. Το αποτέλεσμα είναι η αγκύλωση και η αναίρεση, τελικά, της δυνατότητας άσκησης εξουσίας από τον αρχηγό. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, είναι ότι, σε συνθήκες κρίσης αυτού του μοντέλου εξουσίας της Ν.Δ., ο αρχηγός μπορεί να φωνάζει ακόπως, να χειρονομεί ατάκτως και να υποχωρεί ατρόπως μπροστά στην ίδια του την κρίση, αλλά όχι να ασκεί αυτοβούλως τη θεσμικά διαγεγραμμένη εξουσία του - ιδιαίτερα προβεβλημένη, μάλιστα, στο δικό μας πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα κυβέρνησης.
Μπορεί έτσι να εξηγηθεί γιατί ο Κ. Καραμανλής είναι υποχρεωμένος να προσυπογράφει μη κοινωνικά νομιμοποιημένες συμπεριφορές στενών συνεργατών του, με το επιχείρημα ότι είναι τυπικά σύννομες, την ίδια στιγμή που ο ίδιος δείχνει εμφανώς (και με πλήρη συνείδηση, θα 'λεγε κανείς) αδύναμος και ανίσχυρος να ελέγξει τους στενούς συνεργάτες του ως προς την τήρηση και υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος.
Αυτό, σε ευνομούμενες δημοκρατίες, οδηγεί σε παραίτηση της κυβέρνησης. Σε μη ευνομούμενες δημοκρατίες (αντίφαση, αλλά υπάρχουν κι αυτές), οδηγεί σε συστημική κρίση του καθεστώτος. Ή, αλλιώς, σε ένα καθεστώς που την τύχη του ορίζει ένα σύμπλεγμα δικαστών, παπάδων και παραεξουσιαστικών πολιτικών κύκλων.
Είναι προφανές ότι ο Κ. Καραμανλής κάθεται επάνω σε αυτό το σύμπλεγμα και δεν μπορεί να αποφασίσει. Δεν μπορεί να αποφασίσει για το ποιος ασκεί την εξουσία σήμερα σ' αυτή τη χώρα. Και δυστυχώς γι' αυτόν δεν έχει κανένα περιθώριο, διότι ήξερε πολύ καλά πριν αναρωτηθεί: «Ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα;» Θα φύγει, ίσως, χωρίς το καταπίστευμα της επιστροφής του στην εξουσία. Προς τιμήν του, δείχνει όλα αυτά τα χρόνια να μην τη θέλει την εξουσία. Ομως αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα: οι μέχρι τώρα πράξεις του παράγουν πλήρεις συνέπειες για τους πολίτες. *
Την άλλη στιγμή... όλη αυτή η στάση του καταρρέει, καθώς εμφανίζεται είτε να είναι όμηρος διαφόρων, παγκοίνως αγνώστων μέχρι τώρα, «ανταρτών» βουλευτών του (τα blogs ονόμασαν ήδη αυτή την κατάσταση ως «κυβέρνηση Τατούλη») ή να σύρεται στις αποφάσεις του από δύο εισαγγελείς, που αποφάσισαν να παραιτηθούν από τη διερεύνηση της υπόθεσης Βατοπεδίου και από το λειτούργημά τους συνολικά, λόγω των ασφυκτικών πολιτικών πιέσεων που τους ασκήθηκαν για να «κάνουν τουμπεκί ψιλοκομμένο» για στελέχη της κυβέρνησης.
Πόση δύναμη έχει, δηλαδή, για να επιβεβαιώσει ότι εξακολουθεί να διαθέτει το momentum της πολιτικής εξουσίας, της οποίας, τυπικά τουλάχιστον, προΐσταται; Πόσο έχει τη δύναμη να αντιμετωπίσει αιφνίδιες παραιτήσεις δικαστικών, ψυχοτροπισμούς βουλευτών του, συμπεριφορές και πράξεις «δικών του» ανθρώπων και κύκλων που φαντασιώθηκαν ρόλο στρατηγού ενώ, θεσμικά, είναι απλοί λοχίες; - νεόπλουτοι ή αυθαίρετοι οικιστές, κρατικοί λειτουργοί ή πολιτικοί, μικρή σημασία έχει.
Πόσο πρωθυπουργός είναι, τελικά, ο Κ. Καραμανλής; Σε ποιο βαθμό μπορεί να ασκήσει την εξουσία της ύπατης θεσμικής θέσης του απέναντι σε ηθικά ή ταξικά εκτεθειμένους υπουργούς του; Πόσο μπορεί να μην επιτρέπει σε άλλους να οικειοποιούνται τον εξουσιαστικό του ρόλο, μιλώντας στο όνομά του; Πόσο μπορεί να πείσει ότι «δεν ήξερε», όταν δικαστικοί λειτουργοί ακυρώνουν αρχές του κράτος δικαίου; Πόσο πειστικά υπηρετεί αυτό που, με ανεβασμένη την πίεσή του, διεκδικεί, μόνος αυτός, να εκπροσωπεί ως δημόσιο συμφέρον, ως πατρίδα, και τα τοιαύτα; Γιατί κάθε τόσο, τώρα τελευταία, διαλαλεί την αυτονομία του απέναντι σε άλλα «κέντρα» ισχύος; Αυτονόητο δεν θα έπρεπε να είναι; Γιατί το κάνει θέμα, αυτοϋπονομεύοντας τη θέση του ως ηγέτης κράτους, με «νωπή» μάλιστα λαϊκή εντολή; Γιατί δείχνει να «ροκανίζει χρόνο», παραβιάζοντας στοιχειώδεις κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού, κάθε φορά που αντιμετωπίζει μια δική του κρίση;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα μπορούσε να είναι πολλές, όσες και τα πεδία στα οποία αναφέρονται όλα τα παραπάνω. Όμως υπάρχει μία κοινή και δεσπόζουσα ερμηνευτική συνισταμένη σε όλα αυτά τα επιφαινόμενα συμπεριφοράς της σημερινής εξουσίας και του επικεφαλής της: είναι η στιγμή όπου το μοντέλο εξουσίας το οποίο εγκαθίδρυσε η «νέα διακυβέρνηση» αρχίζει να εκμετρά το ζην του, παράγοντας μία συνολική κρίση πολιτικής, δημόσιων πολιτικών και θεσμών, μία κρίση στην οποία «κεφαλαιοποιούνται» οι επιμέρους κρίσεις διακυβέρνησης και πολιτικής ηθικής που σημάδεψαν την τελευταία πενταετία.
Αυτό το μοντέλο εξουσίας έδειξε από την αρχή, από τον Απρίλιο του 2004, ότι είχε μια σειρά καταστατικών στοιχείων, τα οποία δίνουν και μια ερμηνεία για τη σημερινή πολύπλευρη κρίση της κυβέρνησης, του κόμματός της και της ηγεσίας της. Η συγκρότηση της κρατικής εξουσίας από το σύμπλεγμα κόμματος-κυβέρνησης της Ν.Δ. ήταν συνυφασμένη με την προσωποποίηση θεσμικών λειτουργιών και ρόλων -με το συμβολικό και υλικό αζημίωτο των εμπλεκόμενων αξιωματούχων στο όποιο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού. Αυτό οδήγησε αναπόφευκτα σε έναν κρίσιμο κατακερματισμό και σε μιαν απορρύθμιση της διαδικασίας λήψης εξουσιαστικών αποφάσεων, στους κόλπους, βέβαια, ενός πολιτικού συστήματος με ιστορικά έντονα συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο κατακερματισμός της εξουσίας συνεπάγεται και τον ανταγωνισμό μεταξύ των εσμών που συγκροτούνται στους κόλπους του κράτους. Όμως αυτός ο ανταγωνισμός δεν γίνεται επί ίσοις όροις, αφού κάποιοι είναι πιο ισχυροί από άλλους έχοντας προνομιακή πρόσβαση σε πόρους και διαύλους της κεντρικής εξουσίας, δημιουργώντας έτσι ασυμμετρίες ισχύος στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης συνολικά. Εξ ου οι «γκρίνιες» για πρωθυπουργικά περιβάλλοντα, για κλειστές πόρτες υπουργών, για μη υπουργοποίηση βουλευτών, αγνόηση της βάσης κ.λπ.
Περαιτέρω, αυτή η προσωποποίηση και ο κατακερματισμός της κρατικής εξουσίας εξασθενούν στο έπακρο τα θεσμικά πλέγματα-εγγυήσεις της αυτονομίας της, καθιστώντας την διαπερατή από διάφορα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και ευάλωτη σε πειρασμούς ιδιοτελούς χρήσης της . Αυτά οδηγούν σε τραγέλαφους πολιτικού χαμαιλεοντισμού και αδιαφάνειας, αλλά και σε σωρευτική κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας: από τον «βασικό μέτοχο», τα «ομόλογα», τους «κουμπάρους» μέχρι τα ιερά και βέβηλα real estates, τα συνεχή και ανομικά παιχνίδια της κυβέρνησης με τους θεσμούς της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, τις φασίζουσες όσο και εντεταλμένες κουτοπονηριές φαιογαλάζιων κύκλων της Δικαιοσύνης κ.λπ.
Ο συνδυασμός της απορυθμισμένης και άνισης λαφυραγώγησης των πόρων της εξουσίας με το πολιτικό χρήμα οδηγεί σε διευρυμένη αναπαραγωγή της διαφθοράς, σε πελατειακό νεποτισμό στους κόλπους των κρατικών μηχανισμών, σε αποσάθρωση της ιδέας και των πρακτικών του συλλογικού συμφέροντος, αλλά και σε παράλυση στοιχειωδών κυβερνητικών λειτουργιών. Και τούτο διότι αυτές οι λειτουργίες, μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν μπορεί να υπαχθούν σε έναν ενιαίο και κεντρικό συντονισμό (σ' αυτόν υπάγονται πλέον μόνον τα Βατοπέδια), υπό την πολιτική ευθύνη της κεφαλής της κυβέρνησης, του πρωθυπουργού, ο οποίος, επιπρόσθετα, μοιάζει πολλές φορές να μην μπορεί και να μη θέλει να κυβερνήσει.
Το τελευταίο έχει τους λόγους του. Ο Κ. Καραμανλής, στην πορεία του κόμματός του προς την εξουσία, επέλεξε όχι ένα προγραμματικό κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά μια λαϊκιστική υπόσχεση «αναγέννησης» των πάντων και «ευημερίας» όλων και μιαν ηθικιστική ρητορική «πολέμου κατά της διαφθοράς τού χθες». Όμως, πιο πριν, είχε συνάψει ένα άλλο, ουσιώδες συμβόλαιο περί την εξουσία, με το οποίο αναγνώριζε τη βαρύνουσα σημασία ποικίλων «βαρονιών» ως απροϋπόθετων συστατικών της κομματικής και της κρατικής πολιτικής, με την τελευταία να αποτελεί εμπράγματο παρακολούθημα της πρώτης. Αυτό το συμβόλαιο έδωσε την ηγεσία της Ν.Δ. στον κ. Καραμανλή την άνοιξη του '97, αλλά και τον ρόλο του «άτυπου συμβούλου του πρωθυπουργού» Καραμανλή (αυθεντική ενσάρκωση της λογικής των καταγγελλόμενων «εξωθεσμικών κέντρων») στον άνθρωπο που καταδικάστηκε τελευταία για υπόθαλψη εγκληματία.
Βέβαια, αυτό το συμβόλαιο κατάληψης της εξουσίας δεν αρκεί και για τη διατήρησή της, διότι έχει μέσα του μία μείζονα αντίφαση: συνάπτεται με βάση την παραδοχή και αποδοχή ύπαρξης αρχηγικού κόμματος, ενώ την ίδια στιγμή επιτάσσει τη νομιμοποίηση του αρχηγού με όρους φατριαστικών συσχετισμών ισχύος. Το αποτέλεσμα είναι η αγκύλωση και η αναίρεση, τελικά, της δυνατότητας άσκησης εξουσίας από τον αρχηγό. Το αποτέλεσμα, δηλαδή, είναι ότι, σε συνθήκες κρίσης αυτού του μοντέλου εξουσίας της Ν.Δ., ο αρχηγός μπορεί να φωνάζει ακόπως, να χειρονομεί ατάκτως και να υποχωρεί ατρόπως μπροστά στην ίδια του την κρίση, αλλά όχι να ασκεί αυτοβούλως τη θεσμικά διαγεγραμμένη εξουσία του - ιδιαίτερα προβεβλημένη, μάλιστα, στο δικό μας πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα κυβέρνησης.
Μπορεί έτσι να εξηγηθεί γιατί ο Κ. Καραμανλής είναι υποχρεωμένος να προσυπογράφει μη κοινωνικά νομιμοποιημένες συμπεριφορές στενών συνεργατών του, με το επιχείρημα ότι είναι τυπικά σύννομες, την ίδια στιγμή που ο ίδιος δείχνει εμφανώς (και με πλήρη συνείδηση, θα 'λεγε κανείς) αδύναμος και ανίσχυρος να ελέγξει τους στενούς συνεργάτες του ως προς την τήρηση και υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος.
Αυτό, σε ευνομούμενες δημοκρατίες, οδηγεί σε παραίτηση της κυβέρνησης. Σε μη ευνομούμενες δημοκρατίες (αντίφαση, αλλά υπάρχουν κι αυτές), οδηγεί σε συστημική κρίση του καθεστώτος. Ή, αλλιώς, σε ένα καθεστώς που την τύχη του ορίζει ένα σύμπλεγμα δικαστών, παπάδων και παραεξουσιαστικών πολιτικών κύκλων.
Είναι προφανές ότι ο Κ. Καραμανλής κάθεται επάνω σε αυτό το σύμπλεγμα και δεν μπορεί να αποφασίσει. Δεν μπορεί να αποφασίσει για το ποιος ασκεί την εξουσία σήμερα σ' αυτή τη χώρα. Και δυστυχώς γι' αυτόν δεν έχει κανένα περιθώριο, διότι ήξερε πολύ καλά πριν αναρωτηθεί: «Ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα;» Θα φύγει, ίσως, χωρίς το καταπίστευμα της επιστροφής του στην εξουσία. Προς τιμήν του, δείχνει όλα αυτά τα χρόνια να μην τη θέλει την εξουσία. Ομως αυτό από μόνο του δεν λέει τίποτα: οι μέχρι τώρα πράξεις του παράγουν πλήρεις συνέπειες για τους πολίτες. *
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
0 μας είπαν την γνώμη τους, εσύ;:
Δημοσίευση σχολίου